Το οδοιπορικό αυτό, όμως, ξεθώριασε, με την πάροδο του χρόνου, εξαιτίας των υλιστικών επιρροών, που δεχθήκαμε, εν τω μεταξύ, απ’ την Εσπερία και απ’ αλλού, κόπηκε και ράφτηκε στα μέτρα των πολλών από μας και δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στο φαγοπότι, στο ξεφάντωμα και στα ποικίλα δρώμενα της αποκριάς και της Καθαράς Δευτέρας, ενώ μπήκε σε δεύτερο πλάνο η νηστεία και η ψυχική προετοιμασία των πιστών εν όψει του Πάσχα. Σ’ ό, τι αφορά, όμως, εμένα και τους συνομήλικούς μου στο χωριό, το οδοιπορικό, που ακολουθεί, το ζήσαμε αυτούσιο, κατά την περίοδο των παιδικών μας χρόνων και της νιότης μας.
Την περίοδο εκείνη, λοιπόν, ο λαός μας συνέχιζε, στη συντριπτική του πλειοψηφία, να είναι, έντονα, θρησκευόμενος και να εφαρμόζει, όσα η Εκκλησία συνιστούσε. Οι ναοί γέμιζαν από παιδιά, μια που ο σχολικός εκκλησιασμός τις Κυριακές ήταν υποχρεωτικός και επιβεβλημένος, ενώ τα κατηχητικά σχολεία ανθούσαν. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τον Κυριακάτικο εκκλησιασμό των μεγάλων, οι οποίοι θεωρούσαν, αν μη τι άλλο, βλασφημία την εργασία της Κυριακής. Περιττό να πω, ότι τα πολλά νοικοκυριά σέβονταν όλον τον χρόνο τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, ενώ η εξομολόγηση και η θεία κοινωνία ήταν πολύ πιο συχνή σε σχέση με τη σημερινή.
Κάτω, λοιπόν, απ’ αυτές τις συνθήκες σέβονταν, μεν, τα παραδοσιακά διονυσιακά δρώμενα, που λάβαιναν χώρα, κατά τη διάρκεια του αποκριάτικου διημέρου, αλλά είχαν πλήρη συναίσθηση, ότι τα καρναβάλια, οι μασκαράδες, οι φωτιές, τα φαλλικά άσματα το βράδυ της Κυριακής της τυρινής, αλλά και τα βαψίματα προσώπου, τα κουδούνια, το γαϊτανάκι και οι χοροί της καθαρής Δευτέρας αποτελούσαν προσωρινό εκτροχιασμό της κοινωνίας χάριν των εθίμων, που έρχονταν απ’ τα βάθη των προχριστιανικών αιώνων.
Και επειδή στα χρόνια, που αναφέρομαι, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων ήταν, ακόμη, πολύ χαμηλό και η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου συνέχιζε να ζει στα χωριά, τα αξεσουάρ, που χρησιμοποιούνταν, τότε, για τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις, ήταν πολύ πρόχειρα. Ήταν, π.χ., ένας σταυρός από βερνίκι ή φούμο στο μέτωπο, μια μαντήλα ή μια απλή μάσκα με ένα ψεύτικο μουστάκι στο πρόσωπο, ένα χάρτινο καπέλο καουμπόη στο κεφάλι, ένα παλιό σακάκι του παππού ή της γιαγιάς απ’ την ανάποδη, μια ρόμπα ή ένα φθαρμένο φουστάνι της μαμάς και άλλα φθηνά μπιχλιμπίδια, που συνοδεύονταν, όμως, από πολύ κέφι και δημοτική μουσική. Όσον αφορά τις φωτιές, που συνοδεύονταν από φαλλικά τραγούδια και χορούς γύρω απ’ αυτές και που άναβαν το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής στις γειτονιές του χωριού μου και όχι μόνο, χρησιμοποιούνταν κλαδιά, που κόβονταν επί μέρες από παιδιά και στοιβάζονταν στις αλάνες τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμη ύλη.
Και επειδή η Καθαρά Δευτέρα ήταν η απαρχή της νηστείας χάριν της εγκράτειας και καθαρισμού της ψυχής, έπρεπε ξημερώνοντας να εξαφανιστεί κάθε τι αρτύσιμο και τη θέση του στα νοικοκυριά να πάρουν τα νηστήσιμα με πρώτα και καλύτερα το χαλβά με ταχίνι, σουσάμι ή στραγάλι, την αλάδωτη φασολάδα και το μπουρανί, που ήταν ένα αλάδωτο μείγμα από βρασμένα χόρτα, μεταξύ των οποίων τσουκνίδες, σπανάκια, φρέσκα κρεμμυδάκια και μυρωδικά με λίγο αλεύρι. Επειδή, ακόμα, μέχρι και την Κυριακή της Τυρινής οι πιστοί τρώγανε ψάρια, γάλα και τυρί, αφού η κρεοφαγία είχε, ήδη, σταματήσει απ’ την Κυριακή της Κρεοφάγου, τα ψάρια, οι σπανακόπιτες, οι τυρόπιτες, καθώς και οι γαλατόπιτες δίνανε και παίρνανε. Έπρεπε, γι’ αυτό, τα περισσεύματα της τραπέζης, λόγω νηστείας, να εξαφανιστούν το πρωί της Καθαρής Δευτέρας, μια που, επιπλέον, ηλεκτρικό ρεύμα και ψυγεία, τότε, δεν υπήρχαν, ακόμη. Αυτό το γνώριζαν οι ζητιάνοι της εποχής και, γι’ αυτό, και η ημέρα αυτή ήταν η χαρά των ζητιάνων, αφού οι νοικοκυρές προτιμούσαν να δίνουν τα αποφάγια σ’ αυτούς και όχι σε οικόσιτα ζώα.
Από τότε, όμως, μέχρι σήμερα, άλλαξαν πολλά ή ξεχάστηκαν. Κάποιοι, ωστόσο, τα θυμόμαστε με νοσταλγία και πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα της εποχής προσπαθούμε, αν μη τι άλλο, να περισώσουμε, ό, τι μπορούμε, με οδηγό, πάντα, τα κελεύσματα της Εκκλησίας και τις ανάγκες της ψυχής μας. Καλή Σαρακοστή, λοιπόν, και καλή Ανάσταση!!!