Οι τρεις Πατέρες της Εκκλησίας, ως γνώστες του ελληνικού πολιτισμού και εξαίρετοι θεολόγοι του Χριστιανισμού, θεωρούνται θεμελιωτές της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Έζησαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. και κατάφεραν να ενσωματώσουν στην ελληνική παιδεία τα δόγματα του Χριστιανισμού. Αγκάλιασαν τον ελληνικό πολιτισμό, μορφώθηκαν από τα διδάγματα των αρχαίων Ελλήνων και ξεπέρασαν τις ιδεολογικές προκαταλήψεις της εποχής τους, συνθέτοντας ένα οικουμενικό πνεύμα που διείσδυσε και επηρέασε το δυτικό πολιτισμό. Απαρνήθηκαν το κοσμικό πνεύμα και στράφηκαν προς τον πνευματικό βίο. Διένειμαν την περιουσία τους στους φτωχούς και ενδιαφέρθηκαν για την καλλιέργεια του πνεύματος, απαλλαγμένοι από τα υλικά αγαθά. Η κύρια μέριμνά τους ήταν η πνευματική τους ανάταση, η οποία έγινε πραγματικότητα μέσα από τον ορθό λόγο και την ορθή πίστη, δηλαδή την ελληνική παιδεία και τον Χριστιανισμό. Η ελληνική παιδεία, ανέδειξε τους Τρεις Ιεράρχες σε αξιόλογους ρήτορες της εποχής. Η γλωσσική παιδεία τους βοήθησε να αντιμετωπίσουν τις αιρετικές θέσεις των αντιπάλων του Χριστιανισμού. Μ’ αυτό τον τρόπο η χριστιανική θρησκεία εμποτίστηκε με το ελληνικό πνεύμα. Στο έργο των Τριών Ιεραρχών. διακρίνεται αυτή η συνύπαρξη των δύο κοσμοθεωριών, του αρχαίου κάλλους και της ευγενικής ψυχής, του γήινου και του ουράνιου κόσμου, της παρούσας και μέλλουσας ζωής. Σκοπός της παιδείας έγινε η αγωγή της ψυχής, αλλά και η καλλιέργεια του νου, που οδηγούν στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Τα κείμενα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα δεν παραγκωνίστηκαν, αλλά μελετήθηκαν εξονυχιστικά και οι ιδέες τους αναβίωσαν μέσα στο Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός με τις ιουδαϊκές καταβολές του, γεννήθηκε στην Ανατολή σε ένα εξελληνισμένο περιβάλλον, όπου η ελληνική γλώσσα αποτελούσε την κοινή γλώσσα του εμπορίου. Η περιοχή που μεγάλωσε και δίδαξε ο Χριστός ήταν διαποτισμένη από το ελληνικό πνεύμα, το οποίο επηρέασε τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Οι μαθητές του Χριστού, ελληνομαθείς οι ίδιοι, εμπνεύστηκαν από το οικουμενικό πνεύμα του ελληνισμού. Έτσι η ελληνική οικουμενικότητα, συνδέθηκε με τη χριστιανική. Ο Χριστιανισμός απομακρύνθηκε από την εσωστρέφεια που διέκρινε τον Ιουδαϊσμό, προσέλαβε τα υγιή στοιχεία του περιβάλλοντος, μετουσιώνοντάς τα σε πανανθρώπινες πολιτιστικές αξίες και ιδανικά. Ελληνικός πολιτισμός και Χριστιανισμός, συναντήθηκαν στην οικουμενική τους διάσταση και σε πρώτη φάση συγκρούστηκαν. Η εκλογή των Διακόνων (Πράξ. 6, 3-4), αποτυπώνει χαρακτηριστικά την κατάσταση της πρώτης Εκκλησίας. Οι χριστιανοί, ανέλαβαν το έργο της αγάπης, δείχνοντας μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ τους. Χάρη σε αυτήν την αλληλεγγύη. επετεύχθη και η διάδοσή του. Οι τρεις Πατέρες της Εκκλησίας προχώρησαν ακόμα παραπέρα και ένωσαν τις δυνάμεις του ελληνισμού με αυτές του Χριστιανισμού. Η σύζευξη αυτή δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε επιτηδευμένη. Ήταν αυθόρμητη και πηγαία, καθώς οι ίδιοι ήταν άριστοι γνώστες της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Έτσι, άρχισε η συνύφανση του ελληνικού πνεύματος με το χριστιανικό. Από την ελληνική σοφία αποδέχτηκαν ό,τι δεν ερχόταν σε αντίθεση με το χριστιανικό δόγμα. Βασικό εργαλείο στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων αναδείχθηκε η ελληνική γλώσσα και η φιλοσοφία. Στο Βυζάντιο εκκολάφθηκε ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός και γεννήθηκε η ταυτότητα του νεοέλληνα. Ο Χριστιανισμός δέθηκε άρρηκτα με τα στοιχεία του Ελληνισμού. Η ελληνική έλλογη σκέψη και τα έργα των αρχαίων Ελλήνων διασώθηκαν στα μοναστήρια, τα οποία λειτουργούσαν ως scriptoria. Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, έχει τις ρίζες της στο εκκλησιαστικό εορτολόγιο του 11ου αιώνα. Οι τρεις Πατέρες της εκκλησίας δεν γιορτάζονταν εξαρχής όλοι μαζί. Η γιορτή φαίνεται να θεσπίστηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081- 1118)15. Ωστόσο, έχουμε πληροφορίες για την καθιέρωσή της στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1045)16. Ο αυτοκράτορας θέλοντας να ανασυστήσει την αυτοκρατορία και να ξεπεράσει μια σειρά από προβλήματα, που είχαν προκύψει, προχώρησε στην αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, γνωστό ως Πανδιδακτήριο. Για να εξάρει τον εκπαιδευτικό και επιστημονικό ρόλο του Πανεπιστημίου, αναζήτησε ως σύμβολα, πρόσωπα αναγνωρισμένα για το έργο τους. Τα πρόσωπα που προτάθηκαν για το σκοπό αυτό ήταν, μεταξύ άλλων και των Τριών Ιεραρχών. Τότε ξέσπασε διαμάχη μεταξύ των πιστών, για το ποιος από τους τρεις Πατέρες άξιζε να θεωρηθεί πρόσωπο. Το Πανδιδακτήριο ήταν εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, θεωρούμενο με σημερινούς όρους Πανεπιστήμιο. Ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ το 425 και έκτοτε τελούσε υπό την αιγίδα των Αυτοκρατόρων. Η λειτουργία του σταμάτησε οριστικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Οι έριδες, οδήγησαν στη δημιουργία τριών κύκλων των Βασιλειτών, οπαδών του Μεγάλου Βασιλείου, των Ιωαννειτών, οπαδών του Ιωάννη, του Χρυσοστόμου και των Γρηγορειτών, οπαδών του Γρηγορίου. Τη λύση έδωσε ο επίσκοπος Ευχαΐτών, Ιωάννης Μαυρόπους, ο οποίος πρότεινε να γιορτάζονται από κοινού ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης, γιατί το έργο και των τριών ήταν θεάρεστο και εξίσου αξιόλογο. Έτσι οι τρεις Πατέρες της Εκκλησίας, διακρίθηκαν για τις πνευματικές τους δυνάμεις στο Πανδιδακτήριον και έγιναν σύμβολα της ανθρωπιστικής παιδείας και των επιστημών. Ο εκκλησιαστικός και θεολογικός τους ρόλος, συνδέθηκε εξαρχής με τον εκπαιδευτικό και επιστημονικό που πρόβαλε το Πανεπιστήμιο. Οι τρεις Ιεράρχες αναδείχθηκαν φορείς και σύμβολα των γραμμάτων, καθώς και πνευματικοί ηγέτες της Ορθοδοξίας. Έκτοτε οι τρεις αυτοί Πατέρες της Εκκλησίας συνδέθηκαν με τα ελληνικά γράμματα και επανήλθαν στο προσκήνιο της ιστορίας στα μέσα του 19ου αιώνα με τη συμβολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1842, σε ειδική Συνεδρία, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποφάσισε ομόφωνα την καθιέρωση της 30ής Ιανουαρίου ως ημέρα εορτής των Τριών Ιεραρχών και ημέρα των Ελληνικών Γραμμάτων, της παιδείας και του έθνους μας. Έτσι, η 30ή Ιανουαρίου, καθιερώθηκε και από τα άλλα Πανεπιστήμια της χώρας ως γιορτή των ελληνικών γραμμάτων με εορταστικό χαρακτήρα και στη συνέχεια η γιορτή, πέρασε και στη σημερινή παιδεία.