α) Το δώρο της Αγ. Γραφής και η υπακοή του Γρηγορίου
Η πρώτη σκηνή είναι παρμένη από τα παιδικά χρόνια του Αγίου Γρηγορίου.
Όταν, δηλαδή, ο Γρηγόριος έμαθε να διαβάζει και να γράφει, έχοντας για διδάσκαλο τον θείο του Αμφιλόχιο, τότε η ευσεβέστατη μητέρα του Νόνα του πρόσφερε, σαν δώρο πολυτιμότατο, ένα ακριβό για την εποχή εκείνη τόμο της Αγίας Γραφής, ώστε να την έχει σύντροφό του αχώριστο και οδηγό του απλανή όλα τα χρόνια της ζωής.
Τον τόμο ακριβώς αυτόν ο Γρηγόριος που διακατεχόταν από μία ισχυρότατη έφεση για τη μελέτη και τη μάθηση, άρχισε τότε να μελετά «εν πνεύματι προσευχής», αρύοντας από το χρυσορυχείο των Γραφών ακατάπαυστα «καινά και παλαιά» πνευματικά διαμάντια τόσο πολλά, ώστε να καταστεί, ύστερα από αρκετά χρόνια, ασυναγώνιστος στην ερμηνεία των Γραφών και ο κατ’ εξοχήν θεολόγος της Εκκλησίας μας.
Την ίδια ακριβώς εμπειρία είχαν από τη μελέτη των Γραφών και οι άλλοι δύο Ιεράρχες και μάλιστα ο Ιερός Χρυσόστομος, που διακήρυξε από την εμπειρία του αυτή ότι «Μεγάλη ασφάλεια προς το μη αμαρτάνειν των Γραφών η ανάγνωσις», ότι «Η των Γραφών ανάγνωσις των ουρανών εστίν υπάνοιξις», ότι «Εν οικία ένθα ευαγγέλιον ή κείμενον, ου τολμήση προσελθείν ο διάβολος», ότι «Άνευ της των θείων Γραφών αναγνώσεως αδύνατον σωθηνάι» κ.ά. παρόμοια.
Ύστερα από τα πιο πάνω, ένα πρέπει να προσθέσουμε, κατά τη γνώμη μας, ότι, δηλαδή, πρέπει να μελετούμε και μεις με όλον τον ζήλο της καρδιάς μας την Αγία Γραφή, γιατί τα λόγια της είναι «δύναμις Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι» και «ρήματα ζωής αιωνίου».
- Είναι το «χωράφι» εκείνο, στο οποίο εναποκρύπτεται ο πολύτιμος μαργαρίτης της πίστης μας, δηλαδή ο ίδιος ο Χριστός.
Η Αγία Γραφή, με άλλα λόγια, είναι ο άρτος των Αγγέλων, ο παράδεισος της τρυφής, το ισχυρότερο όπλο, το αποτελεσματικότερο φάρμακο, το θεϊκό λυχνάρι, που οδηγεί στον Σωτήρα-Χριστό, η αρχή του γλυκασμού της ψυχής από τον Θεό, η πηγή του ακαταλήπτου θαύματος και της θ. ευφροσύνης της ψυχής, η πρώτη αίσθηση της αιώνιας ζωής, η πρώτη αίσθηση της αιώνιας ζωής, και όπως είπαν κάποιοι νεότεροι, ο χάρτης της επιγείου και ουρανίου πατρίδος (Aδ. Κοραής), το καλύτερο βιβλίο που εγνώσθη ή θα γνωσθεί στον κόσμο (Ντίκενς), το μεγαλύτερο δώρο που έκανε ο Θεός στον άνθρωπο (Λίνκολν), ένα απέραντο αδαμαντορυχείο και χρυσορυχείο (Αγ. Κοσμάς Αιτωλός), η παγκόσμια βιβλιοθήκη των λαών (Γκαίτε), η magna charta της ψυχής (Ουίλσον), ένα παράθυρο ανοικτό προς την αιώνια ζωή (Ντουάιτ), ένα κλειδί που ανοίγει τη θύρα του ουρανού.
Ας πάρουμε, λοιπόν, στα χέρια μας αυτό το κλειδί και ας διαβάσουμε «εν πνεύματι προσευχής» τα θεία νοήματά της, ώστε να βρούμε «τον εν τω βάθει εναποκείμενον» Χριστό, δηλαδή το πολυτιμότατο μαργαριτάρι της πίστης στον Χριστό-Σωτήρα, γιατί η μεγαλύτερη νίκη, «η νικήσασα τον κόσμον», είναι η πίστη.
Για τούτο έγραψε ο ποιητής Ν. Τυπάλδος ότι:
«Δεν είναι λόγια κρύα και σκοτεινά
που τα γράψαν σοφοί του νυν αιώνα.
Εδώ ειν’ του Χριστού μας η καρδιά
που γίνηκε Σωτήρας».
β) Η συνάντηση του Αγίου Εφραίμ με τον Μέγα Βασίλειο
Η δεύτερη σκηνή αναφέρεται στη γνωριμία του Αγίου Εφραίμ με τον Μ. Βασίλειο.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, γεννήθηκε μέσα του ο πόθος να ιδεί και να γνωρίσει από κοντά τον Μέγα Βασίλειο. Για τον σκοπό αυτόν ξεκίνησε κάποτε από την Έδεσσα της Συρίας, για να μεταβεί στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, χωρίς να γνωρίζει προσωπικά τον άγιο. Φθάνοντας, δηλαδή, εκεί, κατευθύνθηκε αρχικά στον μητροπολιτικό ναό της πόλης, όπου σε λίγο ανέβηκε στον άμβωνα του ναού κάποιος ντυμένος ταπεινά κληρικός, που άρχισε να ερμηνεύει τους λόγους των Γραφών με δύναμη πάρα πολύ μεγάλη, ενώ ο Άγιος Εφραίμ προσευχόταν. Την ώρα ακριβώς εκείνη έγινε στον Εφραίμ κάποιο θαύμα, γιατί άνοιξαν τα μάτια του και είδε ένα ολόλαμπρο περιστέρι, που αστραποβολούσε σαν τον ήλιο, να κάθεται στον δεξιό του ώμο και να προσομιλεί στο δεξιό αυτί του αγίου, ενώ εκείνος μετέφερε προς τον λαό τη διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος. Από το εξαίσιο αυτό όραμα ο Άγιος Εφραίμ κατάλαβε ότι ο ομιλητής εκείνος ακριβώς ήταν ο Μέγας Βασίλειος, που χαρακτήριζαν όλοι ως στόμα της αλήθειας και ως πηγή των δογμάτων (Βλ. Μ. 114,1260 ΑΒ). Για τούτο στο τέλος της λειτουργίας εκείνης, που τον κάλεσε ο ουρανοφάντορας του Χριστού κοντά του, έσπευσε να του φιλήσει ταπεινά το χέρι και να δεχθεί τις συμβουλές του, παρότι ήταν ο ίδιος μεγαλύτερος στην ηλικία και εφάμιλλος στην κατά Θεό σοφία, γιατί καταλάβαινε ότι ο Μ. Βασίλειος ήταν θεοφώτιστος και πνευματοκίνητος, δηλαδή χαρισματικός διδάσκαλος και πατέρας.
Με την πράξη του αυτήν ο Άγιος Εφραίμ κατέδειξε, κατά τη γνώμη μας, όχι μονάχα το μεγαλείο της προσωπικότητας του Μ. Βασιλείου, αλλά ταυτόχρονα και τον δρόμο της Ορθοδοξίας, δηλαδή την αναγκαιότητα της καταφυγής όλων μας στους θεοκίνητους και χαρισματούχους πατέρες και της σύγχρονης εποχής, γιατί οι άγιοι είναι για κάθε ορθόδοξο «οι έμψυχες εικόνες της κατά Θεό πολιτείας» (Μ. 32, 224), οι θεοκίνητοι δύτες, που φέρνουν στο φως τους θησαυρούς του Αγίου Πνεύματος, οι θείοι ερμηνευτές και μύστες της Αγίας Γραφής, τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου, οι αληθινοί φίλοι των ανθρώπων-και προς τον Θεό μεσίτες, ο στρατός του Κυρίου παντοκράτορος.
Για τούτο έλεγε ο θεολόγος Γρηγόριος ότι δεν πρέπει να μελετούμε μονάχα τους βίους των αγίων, αλλά και να ζητούμε ταυτόχρονα τις μεσιτείες τους, γιατί «ουδενί ούτως ως τοις αγίοις ο Θεός επαναπαύεται» (Μ. 36, 156Β) και γιατί ακόμη «δυνάμει Θεού» βοηθούν τους πιστούς, που επικαλούνται τη μεσιτεία τους (Μ. 86, 3220Α).
Δεν πρέπει ακριβέστερα να ζητούμε μονάχα τις μεσιτείες των αγίων μονάχα, «διά των οποίων οδεύουμε προς τον Χριστόν και σωζόμεθα πάντες», αλλά και να μιμούμεθα τους αγίους, ακολουθώντας πιστά τα παραδείγματα και κρατώντας τις παραδόσεις τους, εφόσον η ίδια η Αγία Γραφή μάς προστάζει: «Στήκετε και κρατείτε τάς παραδόσεις, ως εδιδάχθητε» (2 Τιμ. 2,15).
Γι’ αυτόν τον φωτισμό των αγίων από το Πνεύμα το Άγιο έγραψαν αργότερα οι υμνογράφοι, μεταξύ άλλων, και το:
«Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ
δηλαδή η καρδιά
- η γαρ δόξα Κυρίου εστί σε ανέτειλε.
Χόρευε νέου και αγάλλου Σιών (ψυχή)».
γ) Οι τελευταίες στιγμές του Ιερού Χρυσοστόμου
Η τρίτη σκηνή αναφέρεται στις τελευταίες στιγμές της ζωής του Ιερού Χρυσοστόμου. Ο Ιερός Χρυσόστομος, όπως είναι γνωστό, είχε εξοριστεί το 404 μ.Χ. στη μακρυνή Κουκουσό της Αρμενίας, ώστε να μην ενοχλεί με την παρουσία του την κενόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία. Και στην Κουκουσό, όμως, ο άγιος δεν έπαυσε να δρα, ως αρχιεπίσκοπος, γράφοντας επιστολές στους φίλους του, αλλά και σε όλους τους γνωστούς του επισκόπους και στους ιεραποστόλους, που ο ίδιος είχε αποστείλει, ώστε να μεταφέρουν το χριστιανικό φως εκεί, «όπου ουχ ωνομάσθη Χριστός». Η δράση, όμως, αυτή και ιδιαίτερα η ακατάπαυστη φιλανθρωπία, που καθιστούσε την Κουκουσό Μητρόπολη πνευματική όλων των Εκκλησιών, δε φάνηκε αρεστή στους τότε τα σκήπτρα κρατούντες, που διέταξαν την β’ εξορία του στην Πιτυούντα του Πόντου, γιατί ο άγιος τους ήταν βαρύς όχι μονάχα βλεπόμενος, αλλά και «ακουόμενος» (10,594).
Για τον σκοπό αυτόν έστειλαν μια ομάδα άγριων στρατιωτών, που είχαν πάρει τέτοιες διαταγές, ώστε να καταστήσουν στο εξής την πορεία του αγίου μαρτυρική και θανατηφόρα. Κατά τον τρόπο αυτόν άρχισε να σύρεται ο άγιος απάνθρωπα για τρεις μήνες ολόκληρους στον Γολγοθά της δικής του ζωής, δηλαδή στα πιο κακοτράχαλα μονοπάτια, χωρίς σταματημό, ενώ εκείνος καθημερινά έσβηνε. Κατά τον τρόπο αυτόν έφθασαν σε κάποια στιγμή στα Κόμανα του Πόντου, όπου στάθμευσαν για λίγο στο εκκλησάκι του Αγίου Βασιλίσκου, που ήταν επίσκοπος στην περιοχή εκείνη και είχε μαρτυρήσει στον διωγμό του Μαξιμίνου. Το βράδυ ακριβώς εκείνο ο άγιος άκουσε, καθώς προσευχόταν, τη φωνή του Αγίου Βασιλίσκου, που τον καλούσε στο όνομά του, λέγοντας: «Θάρσει, αδελφέ Ιωάννη, αύριον γάρ άμα έσόμεθα» (1,38). Έχε θάρρος, δηλαδή, αδελφέ μου Ιωάννη, γιατί αύριο θα είμαστε μαζί. Τα λόγια ακριβώς αυτά επαληθεύτηκαν πράγματι την επόμενη ημέρα. Οι στρατιώτες, δηλαδή, θέλησαν το πρωί της επόμενης ημέρας να συνεχίσουν την πορεία τους. Ο άγιος, όμως, σ’ έναν ισχυρότατο πυρετικό παροξυσμό έπεσε λιπόθυμος καταγής, αναγκάζοντας τους συνοδούς του να ξαναγυρίσουν στο εκκλησάκι του Αγίου Βασιλίσκου, όπου ντύθηκε στα λευκά, για να κοινωνήσει για τελευταία φορά και στη συνέχεια να παραδώσει το πνεύμα του στον Θεό, προφέροντας για τελευταία φορά αυτό που επανελάμβανε σ’ ολόκληρη τη ζωή, δηλαδή το «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Ύστερα από τα πιο πάνω, δεν απομένει άλλο, παρά να ζήσουμε και μεις, σαν τον Άγιο Ιωάννη, μία όσο το δυνατόν τελειότερη «εν Χριστώ» ζωή, ώστε, πριν κλείσουμε τα μάτια μας στον κόσμο αυτόν, να ιδούμε, σαν τον Άγιο Στέφανο τον πρωτομάρτυρα, «ανεωγμένους τους ουρανούς και τόν Yιόv του Θεού εκ δεξιών τού Πατρός εστώτα».
Να ζήσει, δηλαδή, ο καθένας από μας ως άγιος, ώστε να πεθάνει μία ημέρα ως δίκαιος, όπως ακριβώς και οι Τρεις Ιεράρχες, έχοντας ιδεί ήδη, σαν τον δίκαιο Συμεών «το σωτήριον του Κυρίου», δηλαδή τα προμηνύματα της σωτηρίας του.
Ν’ αρχίσει ν’ ανεβαίνει στην κλίμακα των θεοποιών αρετών, ώστε να βλέπει όχι ένα μαύρο (σατανικό) φως, αλλά κάποιο πύρινο άρμα του Θεού, που έρχεται να παραλάβει την ψυχή του, σαν τον Προφήτη Ηλία, και ταυτόχρονα να ακούει, σαν τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, το «Δεύρο πρός τόν Πατέρα», προγευόμενος τα αγαθά της βασιλείας των ουρανών και νιώθοντας ότι «η βασιλεία του Θεού εντός η μών εστίν», όπως είχε διαβεβαιώσει ο Κύριος.
Με τον τρόπο αυτόν, δηλαδή με την αναστημένη ζωή, όλοι οι πιστοί θα μπορούν να προσεύχονται και
να τραγουδούν:
«Θεέ μου ουράνιε Πατέρα,
Σε δοξάζω νύχτα - μέρα.
Σε δοξάζω νύχτα - μέρα,
Κι ανυμνώ».