Με την πάροδο του χρόνου, μάλιστα, προέκυψε ως ανάγκη και η επιθυμία τους για απόκτηση και δεύτερης παραθεριστικής κατοικίας και πολλοί τα κατάφεραν. Η εξέλιξη αυτή έχει, βέβαια, τα υπέρ της, αλλά και τα κατά της και, γι’ αυτό, θα επιχειρήσω να παρουσιάσω κάποια απ’ αυτά ξεκινώντας, πρώτα, απ’ τα υπέρ της.
Κρίνω, ωστόσο, σκόπιμο να σταθώ, προηγουμένως, στις συνθήκες εκείνες, που έγιναν αιτία για την απόκτηση παραθεριστικής κατοικίας. Η συγκεκριμένη κατοικία αντικατέστησε, εν πολλοίς, την πρόχειρη καλύβα, που, όταν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, στήνονταν επί χρόνια από ορισμένους δίπλα σε κοντινές παραλίες για θαλάσσια μπάνια και, προπάντων, για αμμόλουτρα χάριν της υγείας τους. Είναι συνέπεια και προϊόν, ακόμη, της αστυφιλίας, η οποία έγινε αιτία να μετακινηθεί προς τα αστικά κέντρα η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της επαρχίας αφήνοντας πίσω τους τον καθαρό αέρα και το πράσινο, τη ζεστή επαφή με τους γείτονες, τις αυλές τους με το γιασεμί και το αγιόκλημα, και να στριμωχθούν, ως επί το πλείστον, στα κουτιά, που λέγονται διαμερίσματα πολυκατοικιών, στα οποία αντιμετωπίζουν πλείστα όσα προβλήματα και με κορυφαίο το να ζει επί χρόνια κανείς κάτω απ’ την ίδια στέγη και να μη γνωρίζει με ποιον συγκατοικεί. Αφότου, όμως, κάποιοι άρχισαν να νιώθουν ασφυξία σ’ αυτά, να βελτιώνεται το βιοτικό τους επίπεδο και να μιλούν για ποιότητα ζωής, θυμήθηκαν το παλιό πατρικό τους σπίτι στο χωριό και το ανακαίνισαν, ενώ κάποιοι άλλοι έκτισαν εκ βάθρων καινούργιο είτε σ’ αυτό, είτε σε κάποια κοντινή παραλία. Έτσι, πολλοί βρέθηκαν να έχουν δύο σπίτια, ένα στην πόλη και ένα δεύτερο στο χωριό ή κάπου αλλού.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η παραθεριστική κατοικία προσφέρεται, προκειμένου να διακόπτεται, πότε πότε, ο εγκλεισμός στη φυλακή, που λέγεται διαμέρισμα, και να σπάζει η ρουτίνα και το άγχος της καθημερινότητας. Όταν, μάλιστα, αυτή βρίσκεται σχετικά κοντά σε αστικό κέντρο, τότε, το «πήγαινε έλα» του ιδιοκτήτη είναι πιο εύκολο και συχνό, οπότε έχει, έτσι, την αίσθηση, ότι εκδράμει, συχνά πυκνά. Προσφέρεται, ακόμα, η παραθεριστική κατοικία και για άλλες ενασχολήσεις, για ζεστή επαφή με τον κόσμο, αλλά, κυρίως, για φθηνές διακοπές στο βουνό ή στη θάλασσα, αφού στις μέρες μας αυτές προβάλλονται ως απαραίτητες για την ψυχική μας ισορροπία και για την ποιότητα της ζωής μας.
Η παραθεριστική κατοικία, όμως, έχει και τα κατά της, ιδίως, για όσους ανήκουν στη μεσαία τάξη και κάτω. Και αυτό, γιατί η απόκτησή της, ο εξοπλισμός του νοικοκυριού, τα λειτουργικά της έξοδα και η συντήρησή της, αν δεν διπλασιάζουν, επιβαρύνουν, κατά πολύ, το κόστος ζωής και τον οικογενειακό προϋπολογισμό, οπότε πολλά βαλάντια δεν είναι σε θέση να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος, πολύ περισσότερο, σε περιόδους κρίσης και ακρίβειας. Ως εκ τούτου, επειδή πολύς κόσμος στις μέρες μας αντιμετωπίζει οικονομική στενότητα, όχι μόνο αδυνατεί, πλέον, να αποκτήσει παραθεριστική κατοικία, αλλά και να την αξιοποιεί, όταν την έχει.
Πέραν τούτου, όταν τη διαθέτει κανείς, αλλά δεν έχει δυνατό πορτοφόλι, είναι καταδικασμένος για λόγους οικονομίας να παραθερίζει εφ’ όρου ζωής και να κάνει τις διακοπές του στην περιοχή, που βρίσκεται αυτή και μόνο σ’ αυτή, γεγονός, που εμποδίζει, αν δεν αποκλείει, άλλες επιλογές. Και επειδή προβάλλονται, κατά κόρον, οι διακοπές σε περιζήτητους προορισμούς, αν η παραθεριστική κατοικία δεν ανήκει σ’ αυτούς, όπως, συνήθως, συμβαίνει, τότε οι διακοπές για κάποιους δεν πετυχαίνουν το στόχο τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η παραθεριστική κατοικία αντί να λύνει προβλήματα, δημιουργεί νέα.
Ούτως εχόντων, λοιπόν, των πραγμάτων και επειδή αρκετοί στις μέρες μας δεν έχουν, καν, δική τους κεραμίδα, αλλά ζουν σε νοικιασμένο και, μάλιστα, δυσεύρετο και ακριβό σπίτι, ενώ υπάρχουν και άστεγοι, οι οποίοι δεν έχουν, «πού την κεφαλήν κλίναι», καλό είναι οι γογγύζοντες, αλλά έχοντες δύο κατοικίες, να μην παραβλέπουν αυτή την κατάσταση, να κλείνουν τα αυτιά τους στις σειρήνες του καταναλωτισμού και να προσαρμόζουν τη ζωή τους στις δυνατότητές τους. Μόνο, έτσι, θα μπορούν να εκτιμούν το έχει τους και να το απολαμβάνουν, ενώ θα πάψουν να νιώθουν φτωχοί χωρίς να είναι. Μια τέτοια προσπάθεια είναι, βέβαια, δύσκολη, αλλά κατορθωτή και, γι’ αυτό, αξίζει τον κόπο.