Ίσως μ’ αυτό το άρθρο δώσω την εντύπωση πως θέλω να πάω κόντρα στην παράδοση. Δεν είναι καθόλου έτσι. Σέβομαι βαθιά τις παραδόσεις του τόπου μας, γιατί είναι οι ρίζες μας και πιστεύω πως ένας λαός που δεν έχει ρίζες, δεν έχει ταυτότητα.
Όμως, θα διαφοροποιηθώ σε κάτι, που μπορεί κι αυτό να συγκαταλέγεται στην παράδοση, αλλά, απ’ την πλευρά μου, δε βλέπω κανένα θετικό στοιχείο και καμιά ανάγκη διάσωσής του. Αρνητικά υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου πάντα, ένα σωρό.
Πρόκειται για μια παμπάλαια συνήθεια που θέλει τα ονόματα που θα δώσει ένα νέο ζευγάρι στα παιδιά του, να ανήκουν στην οικογένεια του άντρα απαραιτήτως!... Δεμένοι χειροπόδαρα οι άντρες από αρχαιοτάτων χρόνων, με τις αλυσίδες της παράδοσης είναι ικανοί για οποιαδήποτε θυσία, προκειμένου να μην προδώσουν το κατεστημένο και τον εγωισμό τους.
Κάποιες γυναίκες, βέβαια, που επαναστατούν, καταφέρνουν να διατηρήσουν την ισότητα, μιας και τόσος λόγος γίνεται γι’ αυτή. Δηλαδή να γίνει... μοιρασιά, αφού κάποιον... ρόλο παίζουν κι αυτές στη γέννηση των παιδιών!
Άλλες επαναστάσεις πάνε χαμένες γιατί ο άντρας επικαλείται την παράδοση. Συζητήσεις επί συζητήσεων, λοιπόν, πάνω απ’ τα κρεβατάκια των αθώων υπάρξεων, που δεν υποπτεύονται καν τι πρόβλημα δημιουργούν με την παρουσία τους.
Όσο πλησιάζει η μέρα της βάφτισης τόσο ηλεκτρίζεται η ατμόσφαιρα. Είναι και μερικοί που αυτήν τη μέρα την αναβάλλουν συνέχεια, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν αβάφτιστα τα παιδιά και να φθάνουν στα τρία και τέσσερα χρόνια τους, μέχρι που να βρούνε λύση στο... σπουδαίο πρόβλημα και να μην παρατηρηθούν απαράδεχτα φαινόμενα την ώρα του μυστηρίου.
Όπως μια γιαγιά που λιποθυμάει ενώ εκφωνεί η νονά το όνομα, μια άλλη που την παίρνουν τα δάκρυα και αποσπάει την προσοχή όλων, με αποτέλεσμα να αρχίσει το κουτσομπολιό πριν ακόμη τελειώσει το μυστήριο, ένας νεαρός πατέρας που βγαίνει στο προαύλιο να καπνίσει και άλλα, για γέλια και για κλάματα.
Κάποτε σ’ ένα ορεινό χωριό, ο παππούς που περίμενε ν’ ακούσει το όνομά του ήταν και ψάλτης στην εκκλησία. Ταράχτηκε τόσο πολύ σαν άκουσε το όνομα του συμπέθερου που άρχισε να ψέλνει το «Η ζωή εν τάφω...». Τα μάτια όλων στράφηκαν προς τον ψάλτη, που έτρεμε η φωνή του και τα χέρια του.
Ποιος πρόσεχε τώρα τι έλεγε ο παπάς. Το ζουμί στη βάφτιση είναι αλλού. Ποια γιαγιά ή ποιος παππούς θα έχει την τύχη να ακούσει το όνομα για να νιώσει εκείνη την... αθάνατη ευτυχία. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι», ξεφώνιζε ο έρημος ο παπάς, μπας και τραβήξει την προσοχή των παρευρισκομένων...
Μάταια, όμως, το εκκλησίασμα βοούσε. «Τον καημένο... Ακούς να μην του πούνε τ’ όνομα. Πώς δεν έπαθε τίποτα ο άνθρωπος, δεν ήταν και... μικρό πράγμα...».
Αυτά και άλλα λιγότερο ή περισσότερο κωμικοτραγικά συμβαίνουν και σήμερα ακόμη δυστυχώς. Θα έλεγα σήμερα πιο πολύ, γιατί τα ζευγάρια δε γεννάνε πια μια ταξιαρχία παιδιά, για να ικανοποιηθούν όλοι. Γιαγιάδες, παππούδες, θείοι που ίσως πέθαναν νέοι κι απ’ τα δύο... στρατόπεδα.
Κάνουν ένα-δυο παιδιά και εύχονται να τους ζήσουν, γιατί οι καιροί δυσκόλεψαν.
Τι ωραίο που θα ήταν συνάνθρωποι ν’ αποδεσμεύονταν οι νέοι απ’ αυτές τις ανόητες παραδόσεις.
Να έφτιαχναν τη φωλιά τους όπως αυτοί την ήθελαν, να έφερναν στον κόσμο όσα παιδιά ήθελαν, να τα μεγάλωναν όπως αυτοί ήθελαν και να τα ονόμαζαν όπως ήθελαν.
Επιτέλους, γιατί θα πρέπει να διαιωνίζεται ένα όχι και τόσο εύηχο όνομα -ας μου επιτραπεί- ή καλύτερα ένα άκομψο και να κομπλεξάρει το παιδί στο σχολείο, στο παιχνίδι και γενικά στη συναναστροφή του με τ’ άλλα παιδιά.
Ώσπου να μεγαλώσει αυτό το παιδί και να καταλάβει πως το όνομα δανείζεται απ’ την προσωπικότητα και ποτέ αντίστροφα και ν’ αποκτήσει αυτήν την προσωπικότητα, αισθάνεται σημαδεμένο.
Είστε ελεύθεροι αγαπητοί αναγνώστες να συμφωνήσετε μαζί μου ή να με... φασκελώσετε, δικαίωμά σας. Δεν πιστεύω να διαφωνήσετε, όμως, στα παρακάτω.
Στο ότι υπάρχει πολύς προβληματισμός όταν πλησιάζει η βάφτιση ενός μωρού κι ότι παραμερίζεται η ουσία του γεγονότος, που ένας καινούριος άνθρωπος βαφτίζεται, «εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Κάποτε ένα κοριτσάκι ρωτούσε τη μαμά του. «Πώς ήταν η βάφτισή μου, έκλαιγα μαμά όταν με έβαλαν στην κολυμπήθρα;».
«Δε θυμάμαι παιδί μου, δεν πρόσεχα ...».
«Και τι πρόσεχες βρε μαμά;».
«Τη γιαγιά σου που έκλαιγε».
«Τη βάφτιζαν κι εκείνη...;». Φαίνεται αστεία η στιχομυθία, αλλά δεν είναι. Μια βάφτιση είναι ένας σταθμός της ζωής του παιδιού που βαφτίζεται και της οικογένειας, πέρα απ’ την ιερότητα της στιγμής. Είναι ένα γεγονός κι ένα μυστήριο που δεν επαναλαμβάνεται.
Είναι ξεχωριστή στιγμή, χαράς και ευτυχίας, ας περιορίσουμε τον εγωισμό μας εμείς οι κάποιας ηλικίας, ας συμβιβαστούμε με τον χρόνο και με το λιόγερμα, κι ας αφήσουμε τους νέους να χαρούν κι εκείνοι, σ’ αυτούς ανήκει η ζωή. Ας μη δηλητηριάζουμε τις ωραιότερες στιγμές τους.
Μακάρι οι επόμενοι περιπατητές της γης ν’ απαλλαγούν απ’ αυτά τα περιττά πράγματα που βαραίνουν σαν μολύβια στις πλάτες τους.
Μακάρι ν’ αποτινάξουν αυτήν τη σκουριά και να κρατήσουν την αγάπη, τον σεβασμό, την ανθρωπιά, για τους γονείς τους. Και κυρίως, τον σεβασμό προς το Ιερό Μυστήριο.