Παλαιότερα και στην εποχή μας, ιδίως με τα ποικίλα και ταχύτατα μέσα επικοινωνίας και στο διαρκές κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι αλήθεια ότι ξεπροβάλλουν ηγετικές φυσιογνωμίες, που με τον τρόπο της δράσης τους αν δε δημιουργούν αυτή καθ’ αυτήν την ιστορία, οπωσδήποτε τη χρωματίζουν αδρά. Η δράση τους, βέβαια, μακριά από τα πάθη και τις υπερβολές ίσως των πράξεών τους στους ενεστώτες χρόνους, καταξιώνεται ή απορρίπτεται ως σημαντική μόνο με ψύχραιμη ανάλυση και αναδρομή στο παρελθόν. Συντελείται δε μόνο αν κολυμπήσουμε στα βαθιά νερά της ιστορίας ενός τόπου, μιας ηπείρου ή και παγκόσμια, εφόσον οι πρωταγωνιστές ήσαν μεγάλου βεληνεκούς. Αναμφισβήτητα, οι αποφάσεις τους επηρεάζονται από τις επικρατούσες αντιλήψεις των κοινωνιών τους, οι οποίες αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίον κεντούν τα χρώματα των πολιτικών τους σχεδίων. Αμβλύνονται, δηλαδή, οι πεποιθήσεις τους προς επιβεβαίωση του λεχθέντος «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού», είτε μιλούμε για εσωτερικά θέματα είτε τα εξωτερικά διεθνή. Αυτό αφορά κυρίως τους εκλεγμένους άρχοντες από ελεύθερους πολίτες και όχι τους δυνάστες των λαών τους. Έτσι, ισχύει η ρήση ότι οι ηγέτες ανά πάσα στιγμή αποτελούν τον καθρέφτη της κοινωνίας των, μάλιστα με μία αμφίδρομη σχέση και λειτουργία.
Σε αυτή, λοιπόν, την επικοινωνία ηγέτη και λαού υπάρχει μία λεπτή γραμμή. Από τη μία πλευρά της είναι το υπόβαθρο της εσωτερικής συγκρότησης του ατόμου ηγέτη, που είναι το πολιτικό κοινωνικό όραμά του, του οποίου το ευρυγώνιο βλέμμα κατοπτεύει το σύνολο. Πέραν αυτού η στόχευσή του μέσω των αποφάσεών του πρέπει να είναι η συνοχή και η συνεκτικότητα της κοινωνίας. Όμως, το καταλυτικό όπλο του είναι το έγκαιρο και το καίριο των αποφάσεών του. Από την άλλη υπάρχουν οι γνώμες του πλήθους που είναι αβέβαιες, γιατί κρέμονται από μία κλωστή: Είναι το τι φαίνονται τι νομίζουν οι άλλοι, τι ίσως υστερόβουλα επιθυμούν και δεν μπορούμε να μάθουμε τι πραγματικά σκέφτονται. Αν ο ηγέτης προσπαθήσει να μαντέψει από τα πρόσωπα των άλλων τα θέλω τους, ποια απάντηση επιθυμούν να περιμένουν, τότε είναι σίγουρο ότι δεν έχει μία δική του σταθερή θεώρηση με αναφορά και στόχευση τη συνεκτικότητα του λαού για το κοινό καλό. Στην καλή του πρόθεση, τον ρεαλισμό του και στη σπουδή του να μη χάσει τους στόχους που πρεσβεύει, πρέπει να προβάλει την αποφασιστικότητά του για να μη χαθεί η δυναμική και το επίκαιρο της δράσης του. Πάντα, όμως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να καθηλωθεί στην αυθεντία του. Το άριστο είναι το συναίσθημα να μην έχει καταλυτικό ρόλο στις αποφάσεις του, διότι αυτό δεν αποτυπώνεται με κανόνες, αλλά με το αντίθετό τους. Μάλιστα, σε συνδυασμό με τη ριζική φαντασία του ατόμου το καθιστά αυτό έναν αστάθμητο δημιουργό και εκτελεστή. Επιπλέον, η αγάπη, η λατρεία, ως παράγωγά του, απαιτούν αντιθετικά το μίσος, προκειμένου να διακριθεί η ουσία τους για να διαχυθούν στο σύνολο. Φορές μετά έρχεται ο διχασμός, όπως επί της εποχής του εθνάρχη Βενιζέλου.
Όπως ανέφερα στον πρόλογο, ο ηγέτης τοποθετείται μέσα στην ιστορία, δηλαδή σε παρελθόν, παρόν και σημαδεύει το μέλλον. Θέλει να πραγματώσει το έργο του και να το αφήσει κληρονομιά στους επόμενους. Δεν πρέπει να αισθάνεται ανασφαλής, ακόμη κι αν χρειαστεί να μείνει μόνος ή στο περιθώριο. Τότε που θα βιώσει μία βαριά ενσυναίσθηση μοναξιάς, όπως και ο δίκαιος Αριστείδης, αφού έτσι κι αλλιώς το να είσαι με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», αυτό δε δηλώνει τόπο, προορισμό, δηλώνει διαδικασία δρόμο. Επιπλέον, ο «αυτόματος πιλότος» στην άσκηση της εξουσίας δεν αναδεικνύει τον ηγέτη ή τουλάχιστον τον καλό ηγέτη.
Με μια προσεκτική ματιά θα διαπιστώσουμε ότι οι μεγάλες αλλαγές στον πολιτικό και δομικό χαρακτήρα των κοινωνιών συντελούνται καταλυτικά από τη δυναμική συνέργεια των συμπιεσμένων, κυρίως, οικονομικά μαζών και απέναντι στην επιδίωξη στεγνών προσωπικών ή κομματικών συμφερόντων. Όταν παραμερίζονται οι επιτήδειες επιδιώξεις, τότε για να έχουν αποτέλεσμα οι προτεινόμενες αλλαγές, πρέπει να έχουν τη μορφή και το κύρος των συνταγματικών θεσμών. Επιπλέον, να τυγχάνουν αυτοί της πλειοψηφικής μέριμνας και φροντίδας των πολιτών. Γιατί η ίδια η δημοκρατία τροφοδοτείται και δικαιώνεται με τη συνοχή του λαού και από τις καθημερινές συμπεριφορές όλων μας, έναντι των συμπολιτών μας. Κάθε ηγέτη, λοιπόν, η ιστορία θα τον δικαιώσει μόνον όταν βάλει θεσμισμένα το λιθαράκι του στην ποιότητα της δημοκρατίας, με έναν δηλαδή κανονικό τρόπο. Διαφορετικά αντί να απαντούν οι λαοί τον σεμνό και ορθολογικό Νικία, θα φορτωνόνται στους ώμους τους τον ωραίο, αναιδή, κομψευόμενο Αλκιβιάδη, ο οποίος, ως γνωστόν, Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή ήταν με την πατρίδα του, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο με τους Σπαρτιάτες και την Κυριακή συναλλάσσονταν με τους Πέρσες.
Τελικά η ιστορία σε ενεστώτα χρόνο ανέχεται με κάποιον τρόπο τις πράξεις μας, αλλά στον πεπερασμένο αντίστοιχο μας θέτει απέναντί της και μας αξιολογεί όλους και ιδιαίτερα τους ηγέτες με ένα διαπεραστικό βλέμμα, απαλλαγμένο από τα πάθη του θυμικού.