Κι έτσι, ο αρχηγός της εκδρομής μας στη Νέα Υόρκη τροποποίησε το πρόγραμμα και δεν επισκεφτήκαμε το νησάκι Έλις στ’ ανοιχτά του Μανχάταν, που υπήρξε ο κύριος σταθμός υποδοχής των μεταναστών που έφταναν στην Αμερική, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού.
Προσπάθησα να το δω θετικά. Καλύτερα έτσι. Μερικά μέρη δεν προσφέρονται για τουριστικές «ξεπέτες», όπως συνήθως συμβαίνει με τα τουριστικά γκρουπ, που, λόγω σφιχτού προγράμματος, τους τρέχουν από Μουσείο σε Μουσείο, χωρίς στο τέλος να δουν τίποτε. Καλύτερα. Ίσως μιαν άλλη φορά να έρθουμε και να δούμε το νησί που πρωτοαντίκρισε ο Τούσιας όταν «πήρε των ομματιών του» κι έφυγε για την Αμερική. Ίσως στα αρχεία που τηρούνται στο νησί να ανακαλύψουμε και το όνομά του. Έτσι, σαν ένα μικρό μνημόσυνο.
Βλαχάκι ήταν. Βαφτισμένος Δημήτρης, αλλά του κόλλησαν από μικρό το χαϊδευτικό «Τούσιας» κι έκτοτε κανείς δεν τον ξαναείπε με το αρχικό του όνομα. Πότε πήγε στην Αμερική;
-Ιιιιιιχααα… Προπολεμικώς! Θα πρέπει να ήταν μετά τα μικρασιατικά, μου είπε ένας μπάρμπας, απ’ τους μεγαλύτερους της οικογένειας, σαν μιλούσαμε γι’ αυτό το παιδί. Πώς πήγε; «Του ξιμυάλτσαν (ξεμυάλισαν) του παιδί…».
Ο Στρατός ανοίγει ευκαιρίες. Ο Τούσιας, αφού πήγε στρατιώτης και μαζί με όλους τους Θεσσαλομακεδόνες στάλθηκε στο μέτωπο της Μικρασίας, γλίτωσε, σκληρό παιδί, μαθημένο απ’ τα πρόβατα, γύρισε με αλλαγμένα μυαλά. Εκεί, στη Σμύρνη, είχε κάνει «γνώρα» με έναν Βολιώτη, που είχε κατά νου να φύγει, να πάει Αμέρικα, στον «μπάρμπα τ’ τον Αμερικάνο», αδερφό της μάνας του, να πάει να καζαντίσει. «Έλα να πάμε παρέα».
Όταν ο Τούσιας ανακοίνωσε τα σχέδιά του, έπεσε όλη η οικογένεια κατά πάνω. Βρε αμάν, βρε καλέ μου, πού θα πας; - μυξόκλαιγε η μάνα. Αρααα κάτσι εδώ στα πρόβατα, να δλέψτι με τον αδερφό σ’ να κάντε προκοπή - ο πατέρας. Κρατάς τα νιάτα άμα βάλουν κάτι στο μυαλό;
Προφανώς η προσωπική ιστορία του Τούσια δεν έχει κανένα τεράστιο ενδιαφέρον. Είναι η ιστορία εκατομμυρίων ανθρώπων που είδαν κείνα τα χρόνια στην Αμερική μια νέα γη της επαγγελίας, την απαρχή μιας νέας ζωής, όπου μήτε πολέμους θα ‘χε, απ’ αυτούς που σπάρασσαν την Ευρώπη των πολλών ανοιχτών λογαριασμών, μήτε φτώχεια, να τρως κάθε μέρα σκορδοστούμπι και να καμώνεσαι πως χόρτασες, αλλά μονάχα πλούτο, πλούτο, χρήμα, δολάρια και κτίρια ψηλά ίσαμε τον ουρανό. Και ήταν ευπρόσδεκτοι όλοι αυτοί. Αν στη σημερινή Ελλάδα, μια κουτσουλιά τόπο, ψάχνουμε εργάτες να μάσουμε τις ελιές, σκέψου ανάγκες που θα ‘χε μια ήπειρος «υπό κατασκευή», όπως η Αμερική, που τότε ακόμη χτιζόταν. Το αμερικάνικο όνειρο ήθελε νέα παιδιά, δυνατά παιδιά, υγιή, ήθελε μπράτσα γερά, να μπουν στα εργοστάσια να λιώσουν τ’ ατσάλι, να επεκτείνουν όλο και πιο δυτικά τον σιδηρόδρομο, να σηκώσουν ουρανοξύστες, να σαλαγάνε τα γελάδια στα ράντσα παρέα με τους «αράπηδες», που, κι αυτοί, δυνατοί είναι, αλλά… δεν κόβει το έρμο το μυαλό, ντιπ ρε παιδί μου, ντιπ, άλλη ράτσα ο λευκός… Ο Τούσιας απ’ τα Βλαχοχώρια, ο Γιάννος ο Βολιώτης, ο Τόμυ ο Σκωτσέζος, ο Πάτρικ ο Ιρλανδός, όλοι μα όλοι πήγαιναν εκεί, Γερμανοί, Πολωνοί, Ιταλιάνοι, η Ευρώπη ξεφόρτωνε τη φτώχεια της στη «Νέα Γη» και στο νησί Έλις οι κατάλογοι όλο και αβγάταιναν. Γιατί στο μεταξύ άρχισαν να έρχονται και νύφες, να παντρευτούν, να φτιάξουν σπιτικό, να γεννήσουν τη νέα γενιά Αμερικάνων που θα ναι πια κανονικοί Αμερικάνοι και θα μιλάνε τη γλώσσα καταγωγής σπαστή και που σε κάνα δυο γενιές μήτε θα νογάνε από πού βαστάει η σκούφια της. Θυμάται ας πούμε σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ, που το παίζει σήμερα «κάργα Αμέρικα» και «έξω οι ξένοι», ότι ο παππούς του ήταν Γερμανός και μάλλον όχι απ’ τους πλούσιους, η δε γιαγιά του από οικογένεια Σκωτσέζων, που τέλη 19ου αιώνα έφυγαν για Αμερική επειδή με την είσοδο των πρώτων τρακτέρ στα χωράφια όλοι αυτοί οι αγρότες έπεσαν στα αζήτητα; Αλλά πέσανε σε καλές εποχές. Οι ξένοι ήταν χρειαζούμενοι. Και οι ευκαιρίες πολλές. Σήμερα, σε όλα αυτά τα παιδιά των παλιών μεταναστών τα έχουν πει πως οι ευκαιρίες τους, ο πλούτος τους και η ευμάρειά τους απειλούνται. Και πως μόνο ένας Τραμπ θα βγει μπροστά και σαν ένας άλλος Σούπερμαν θα πετάξει έξω με τις κλωτσιές όλους αυτούς τους βρομιαραίους Μεξικάνους κι άλλους τέτοιους, που όσους φράχτες και να φτιάξεις, σού τρυπώνουν φίλε μου μέσα σαν τις κατσαρίδες!
Ο Τούσιας, που εργασιακά δραστηριοποιήθηκε στο Σικάγο, πρώτα ως μάγειρας και μετά ανοίγοντας μια μικρή επιχείρηση εστίασης, απ’ όσο ξέρω δεν έκανε παιδιά, δεν άφησε άμεσους απογόνους, οπότε, υπό μιαν έννοια, είναι «αθώος του αίματος» και η… φύτρα του δε θα ψηφίσει Τραμπ. Του προξενέψαν μια Βολιώτισσα, ξαδέρφη του Γιάννου, δεν πέτυχε, ποιος ξέρει τι και πώς, έμεινε «μαγκούφης». Στο Σικάγο έζησε τα μεγαλεία και τα δράματα της Αμερικής. Τη χρυσή δεκαετία του ‘50 έζησε την τρέλα του ροκ εν ρολ και έλιωνε στο χαμόγελο της Μέριλιν Μονρόε, το ‘60 έκλαψε για τον δολοφονημένο Κένεντι και μετά δάκρυσε σαν κάθε πατριώτη Αμερικανό, όταν ο Νιλ Άμστρονγκ περπάτησε στη σελήνη… Κι αν στα ‘70 οργίστηκε με τον πόλεμο του Βιετνάμ, ποιος τον ρώτησε; Κάπου εκεί, στα γεράματά του, επέστρεψε οριστικά στη Λάρισα, όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του, τα αδέρφια του, οι νύφες του. Φοβίζει τους γέρικους ελέφαντες ο θάνατος μακριά απ’ τους δικούς τους. Πριν επαναπατριστεί, για πολλά χρόνια πάντως, τα ανίψια του όλο και άκουγαν για «τον θείο τον Αμερικάνο» που ήταν στο Σικάγο και μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα θαυμαστά παιχνίδια που τους έστελνε καμιά φορά. Σκέψου ότι μια απ’ τις ξαδέλφες μας είχε… ομιλούσα κούκλα από τη δεκαετία του ‘60 ακόμη - δώρο του Τούσια, εννοείται. Πατούσες ένα κουμπί που είχε στην πλάτη της κι αυτή, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, σου έλεγε «good morning, how are you?». Ακόμα πιο θαυμαστό ένα άλλο δώρο, ένα λούτρινο σκυλάκι, που είχε στην κοιλιά του ένα μικροσκοπικό τρανζιστοράκι. Το πατούσες και έπιανε ραδιόφωνο και πιο συγκεκριμένα τον Ραδιοφωνικό Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, απ’ όπου μπορούσες να ακούς, με κάποια παράσιτα ειν’ αλήθεια, Καζαντζίδη και «μανούλα θα φύγω, μην κλάψεις για μένα».
Η βροχή κόπασε κάπως στο Μανχάταν, ο αρχηγός της εκδρομής μάς έδωσε ελεύθερο χρόνο. Ήταν στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού ακόμη και η προεκλογική εκστρατεία δεν είχε αρχίσει - η Κάμαλα δεν είχε καν χριστεί υποψήφια. Στους δρόμους της Νέας Υόρκης, στην εμβληματική Times Square, στη λεωφόρο Broadway, στα μαγαζιά, σ’ όλα αυτά τα αμέτρητα καφέ και εστιατόρια του όλου του κόσμου οι φυλές σέρβιραν τις μυρμηγκιές των τουριστών. Μαυρούληδες όλων των αποχρώσεων, Αφρικανοί, Τζαμαϊκανοί, Μεξικανοί, Πορτορικάνοι, τρέχουν σαν παλαβοί για να εξυπηρετήσουν τις ασταμάτητες τουριστικές ουρές που ψάχνουν να φάνε κάτι πρόχειρο και φθηνό. Η καρδιά της πραγματικής Αμερικής χτυπά εδώ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που το ‘σκασαν απ’ τη μεγάλη φτώχεια της Λατινικής Αμερικής για να ζήσουν, δηλαδή να… επιβιώσουν στον πλούσιο Βορρά που μέσα στην προεκλογική έξαψή του δηλώνει ότι δεν τους θέλει. Υποκριτικά βέβαια… Αν φύγουν όλοι αυτοί, το σύστημα θα καταρρεύσει και οι Τράμπηδες το ξέρουν πρώτοι αυτό.
Η Αμερική τραβάει αύριο στις κάλπες. Η Αυτοκρατορία των παλαιών μεταναστών επιλέγει τον παγκόσμιο ηγέτη. Οι φλεγματικοί δημοσκόποι φυλάγουν τα νώτα τους δηλώνοντας πως η μάχη είναι αμφίρροπη, οι στοιχηματζήδες, όμως, του Μπρονξ και οι σύγχρονοι λεφτάδες, Μπέζος, Μασκ, έχουν κιόλας προεξοφλήσει νίκη του Τραμπ. Ο πυρετός ανεβαίνει και τα τοπικά ραδιόφωνα εξακολουθούν να αρχίζουν τις εκπομπές τους με ένα μακρόσυρτο «Καλημέραααααα Αμερικήηηηη».
Καλημέρα; Ή μήπως… καληνύχτα;
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr