Εξυπακούεται ότι το δικαίωμα αυτό το έχουν όχι μόνο οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, αλλά και οι κυβερνητικοί με μια διαφορά. Οι μεν πρώτοι ασκούν, συνήθως, κριτική στην εκάστοτε κυβέρνηση, ενώ οι δεύτεροι κάνουν προτάσεις και στηρίζουν το έργο της.
Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, συμβαίνουν στη χώρα ασυνήθιστα πράγματα. Απ’ τη μια το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τελεί υπό διάλυση και δεν είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά τον θεσμικό του ρόλο, οπότε μένει, σχεδόν, στο απυρόβλητο η ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική. Απ’ την άλλη το κόμμα της ελάσσονος είναι απασχολημένο με τα δικά του προβλήματα και την εκλογή νέου αρχηγού, και, γι’ αυτό, έχει ρίξει αλλού το ενδιαφέρον του. Ουσιαστικά, δηλαδή, μετά τις ευρωεκλογές η κυβέρνηση Μητσοτάκη λειτουργεί χωρίς θεσμικό αντίπαλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, οπότε έχει δημιουργηθεί ένα κενό επιζήμιο για τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς, ότι το κενό αυτό προσπαθούν να καλύψουν, εν μέρει, ορισμένοι κυβερνητικοί βουλευτές με τις επισημάνσεις τους και τις παρεμβάσεις τους, οπότε, αν είχαν, έτσι, τα πράγματα, δε θα υφίστατο κανένα πρόβλημα. Απ’ τη στιγμή, όμως, που διαγράφεται βουλευτής της ΝΔ για αντιδεοντολογική συμπεριφορά, που ομάδες βουλευτών της συνεχίζουν την ίδια ασυνήθιστη πρακτική, παρότι γίνεται πρωτοσέλιδο και πολιτική εκμετάλλευση του θέματος, ενώ δύο πρώην πρωθυπουργοί, πολύ περισσότερο, διαφοροποιούνται, δημοσίως, και αρνούνται να παρευρεθούν ακόμη και στην εκδήλωση για τα πενήντα χρόνια της ΝΔ απ’ την ίδρυσή της, παρότι προσκλήθηκαν απ’ τον ίδιο τον πρωθυπουργό, υπάρχει πολιτικό ζήτημα.
Βεβαίως, όσο ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ περί άλλα τυρβάζουν και όσο όλοι αυτοί οι βουλευτές συνεχίζουν να στηρίζουν και δεν αίρουν την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση, ούτε αυτή κινδυνεύει από πτώση ούτε ο τόπος από πολιτική αστάθεια. Δεν παύει, όμως, να προκαλείται ανησυχία στις τάξεις των οπαδών της ΝΔ και φθορά της κυβέρνησης. Και επειδή πιθανολογείται, ότι η βουλευτική αυτή συμπεριφορά οφείλεται, εν πολλοίς, και στην αξιοποίηση σε κυβερνητικά πόστα πολλών κεντροαριστερών στελεχών και όχι στη δική τους, είναι, μεν, κατανοητή η δυσαρέσκεια για τον παραγκωνισμό τους, αλλά αυτός, κατά την άποψή μου, είναι δευτερεύων λόγος. Άλλωστε, καλώς εχόντων των πραγμάτων, απομένουν άλλα τρία χρόνια, περίπου, κυβερνητικής θητείας, προκειμένου να αξιοποιηθούν και άλλοι βουλευτές σε κυβερνητικά πόστα, εφόσον, φυσικά, έχουν τα προσόντα.
Επειδή, όμως, απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, κάποιοι απ’ αυτούς δεν κινούνται, μεμονωμένα και αυτοβούλως, αλλά επηρεάζονται, εν πολλοίς, απ’ τα περιβάλλοντα των δύο πρώην πρωθυπουργών, οι οποίοι ανάμεσα στα άλλα διαφωνούν, δημοσίως και κυρίως, με την επιλογή της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ να στραφεί περισσότερο προς το κέντρο παρά προς τα δεξιά της, η συμπεριφορά τους παίρνει άλλη και πιο σοβαρή διάσταση. Κρίνοντας, ωστόσο, εκ του αποτελέσματος και παρά τα όποια λάθη και παραλείψεις, η επιλογή αυτή του κ. Μητσοτάκη, αναμφισβήτητα, απέδωσε, μέχρι τώρα, πλούσιους καρπούς. Κέρδισε, κατ’ αρχάς, την αυτοδυναμία σε δύο απανωτές εκλογές, αλλά και η χώρα στάθηκε όρθια σε δύσκολες καταστάσεις, η οικονομία βρίσκεται σε καλό, σχετικά, δρόμο, παράγεται πλούσιο έργο σε πολλούς τομείς, συνέβαλε στη συρρίκνωση και οδήγησε σε εσωστρέφεια τα κόμματα της αξιωματικής και ελάσσονος αντιπολίτευσης, ενώ όσα βρίσκονται στα δεξιά της ΝΔ, παρότι αύξησαν τα ποσοστά τους, δε φλερτάρουν με την εξουσία, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αλήθεια! Σαμαράς και Καραμανλής, που ανησυχούν, σήμερα, και στέκονται επικριτικά απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, ξέχασαν, τάχα, τα έργα και τις ημέρες τους, τα λάθη και τις παραλείψεις τους και πού, τελικά, οδήγησαν κα με δικές τους επιλογές το κόμμα και τη χώρα; Είναι προτιμότερο, τάχα, γι’ αυτούς να τροφοδοτεί η ΝΔ με στελέχη της και να ενισχύει άλλα κόμματα ή να συμβαίνει το αντίθετο, όπως σήμερα; Δεν αντιλέγω, πως και οι δυο τους έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στο οικοδόμημα της χώρας, αλλά τους συνοδεύουν λάθη και αδυναμίες, που δεν ξεχάστηκαν απ’ τον κόσμο. Ας μην τις ξεχνούν και οι ίδιοι κι ας αλλάξουν τακτική.
Όσον αφορά, τώρα, τους συγκεκριμένους βουλευτές, θα ήταν προτιμότερο να αποσαφηνίσουν, δημοσίως, τη στάση τους, προκειμένου να σταματήσουν οι ψίθυροι και η εκμετάλλευση του θέματος, που κάνει ζημιά στο κόμμα. Διαφορετικά, ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του, αφού στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.