* Οι θέσεις του Δημήτρη Σιούφα
πρώην προέδρου της Βουλής των Ελλήνων
Ο κοινοβουλευτισμός, όπως και άλλοι κορυφαίοι θεσμοί, περνάει κρίση σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Και αυτό είναι κάτι που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται και στην οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και την οποία συνολικά η Ευρώπη δεν μπόρεσε να υπερβεί μέχρι σήμερα.
Πριν λίγες εβδομάδες η EUROSTAT ανακοίνωσε τα στοιχεία για την πορεία του Α.Ε.Π. των «28» χωρών – μελών της Ευρωζώνης. Δυστυχώς, τα στοιχεία επιβεβαίωσαν ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες παραμένουν σε ύφεση, ενώ η ανεργία (ιδίως μεταξύ των νέων) βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι πολίτες δυσπιστούν για τη δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να δώσει λύσεις και ασφαλείς προοπτικές.
Αυτό προέκυψε και από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών τόσο με την μεγάλη αποχή όσο και το ποια συμμετέχοντα κόμματα ψηφίστηκαν.
Στην Ελλάδα που η κρίση είχε και έχει πολύ πιο έντονα χαρακτηριστικά είναι λογικό οι πολίτες να αισθάνονται ακόμη περισσότερο δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Οφείλουμε όμως και πρώτα από όλους οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, να επισημάνουμε ότι μέσα σ’ αυτή τη μακροχρόνια θεομηνία, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού έδειξε ψυχραιμία και διάθεση να συμβάλει με κάθε τρόπο για την υπέρβαση της κρίσης και τη διατήρηση, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, της κοινωνικής συνοχής.
Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι αντιπροσωπευτικό. Δεν είναι δυνατό να περνάει κρίση μια χώρα, ένας λαός και να μη αντανακλά αυτό σε όλους τους θεσμούς και ιδιαίτερα στους αντιπροσωπευτικούς. Είναι φυσικό ο λαός να θεωρεί τους πολιτικούς ως υπαίτιους της δημιουργίας της κρίσης, τους πολιτικούς ως υπεύθυνους των χειρισμών αντιμετώπισης της κρίσης αλλά και να προσβλέπει, ελπίζω στους πολιτικούς και την κοινοβουλευτική δημοκρατία για την αίσια έξοδο από την κρίση.
Πολλές φορές η Βουλή των Ελλήνων αδικείται από την εικόνα που πολλοί καλλιεργούν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Από το 2007, όταν ήμουν πρόεδρος της Βουλής, η Βουλή των Ελλήνων ξεκίνησε ένα πρόγραμμα περιορισμού των δαπανών της. Το 2009, το συνολικό κόστος της νομοθετικής λειτουργίας, δηλαδή ο προϋπολογισμός της Βουλής αντιστοιχούσε σε 20 ευρώ τον χρόνο για κάθε πολίτη. Μετά την είσοδό μας στην εποχή των Μνημονίων, έγιναν ακόμη περισσότερες περικοπές και σήμερα αντιστοιχούν περίπου 15 ευρώ σε κάθε πολίτη. Έγιναν μεγάλες περικοπές στις αμοιβές βουλευτών και εργαζομένων αλλά και σε άλλες λειτουργικές δαπάνες και μάλιστα με ομοφωνία όλων των κοινοβουλευτικών παρατάξεων. Αυτό που δεν έγινε τα τελευταία χρόνια και οφείλεται να γίνει, είναι η εφαρμογή ενός νέου κώδικα κοινοβουλευτικής δεοντολογίας. Αυτό συζητείται τώρα. Επί προεδρίας μου, ο τότε Α’ αντιπρόεδρος της Βουλής, Γιώργος Σούρλας, είχε προτείνει σχέδιο ενός τέτοιου κώδικα, το οποίο στη συνέχεια με συνεργάτες μου αναμορφώθηκε. Ελπίζω ότι το σχέδιο αυτό να ληφθεί υπόψη, τώρα που συζητείται αυτό το θέμα στη Βουλή. Το ίδιο έγινε με την πρωτοβουλία μου και του αντιπροέδρου Τάσου Νεράντζη για αναμόρφωση του Πόθεν Έσχες, και του περιεχομένου του, όσο και της επιτροπής η οποία θα το ελέγχει. Δυστυχώς και για τα δύο δεν υπήρξε συνέχεια το διάστημα που ακολούθησε μέχρι τώρα.
Ο ρόλος των βουλευτών είναι καθοριστικός και μοναδικός σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ο δημόσιος πολιτικός τους λόγος, είτε εντός κοινοβουλίου, είτε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης οφείλει να είναι προσεκτικός. Η πολιτική διαφωνία και ο αντίλογος είναι συστατικά στοιχεία μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι οι πολιτικοί οφείλουν να αρθρώνουν πολιτικό λόγο διά επιχειρημάτων και όχι να υιοθετούν έναν στείρο καταγγελτικό λόγο με σκοπό τον εντυπωσιασμό.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνω ότι πολλοί πολιτικοί επιλέγουν μια άλλη συμπεριφορά. Αυτό είναι λάθος. Για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη οφείλουμε, ο λαός να πείθεται κάθε μέρα, ότι οι εκπρόσωποι του αντιπροσωπεύουν τους πόθους, τις ελπίδες και τα συμφέροντα του. Ότι διαχειρίζονται την εντολή με αξιοπιστία, δικαιοσύνη και σωφροσύνη. Και ότι είναι η Βουλή που κυβερνά διά της κυβερνήσεως που έχει την εμπιστοσύνη της.
Από το 2010, έχω προτείνει να ξεκινήσει άμεσα η Συνταγματική Αναθεώρηση, καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις. Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, ότι έστω και με καθυστέρηση ο πρωθυπουργός και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έθεσαν πρόσφατα το ζήτημα αυτό.
Είναι χρέος όλων των κοινοβουλευτικών παρατάξεων να ανταποκριθούν και να συμμετάσχουν στη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης.
Κατά τη γνώμη μου η Συνταγματική Αναθεώρηση οφείλει να κινείται στους εξής βασικούς άξονες:
- Στην υποχρεωτική εξάντληση της τετραετίας. Εξεταστέα η απώλεια της δεδηλωμένης και ο τρόπος διαχείρισής της μέσα στον γενικό κανόνα.
- Στην απεμπλοκή της διαδικασίας της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές σε συνδυασμό με την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του.
- Στην πλήρη απεξάρτηση της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία
- Στην περαιτέρω ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ελέγχου για τα πεπραγμένα της εκτελεστικής εξουσίας.
- Σταθερό εκλογικό σύστημα, αυτό της λογικά ενισχυμένης αναλογικής. Οι εκλογές γίνονται και για να αποκτήσει ο τόπος κυβέρνηση και όχι μόνο να αποτυπωθεί – να απογραφεί η δύναμη των κομμάτων και των ρευμάτων που παίρνουν μέρος στις εκλογές.
Παράλληλα, οφείλουμε να ξαναδούμε προσεκτικά το ζήτημα της ποιότητας του παραγόμενου νομοθετικού έργου.
Πιστεύω ότι μία από τις αδυναμίες της παραγωγής του νομοθετικού έργου είναι η παραπομπή μεγάλου μέρους του σε έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων δίχως να δημιουργηθεί μηχανισμός αποτίμησης κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας που θα ενισχύσει τις δυνατότητες για την άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου όχι μόνο από τις κοινοβουλευτικές παρατάξεις της αντιπολίτευσης αλλά και από τους κυβερνητικούς βουλευτές.
Το θεμελιώδες πρόβλημα του ελληνικού κράτους από της ιδρύσεως του είναι η μη διάκριση των εξουσιών στην πράξη. Ενώ η εκτελεστική εξουσία πηγάζει και προέρχεται από τη νομοθετική, μεταβάλλει την δεύτερη σε πειθήνιο όργανό της.
Εάν τολμήσουν βουλευτές να εκφράσουν διαφορετικές απόψεις ή να ψηφίσουν κατά συνείδηση, όπως ορίζει άλλωστε και το Σύνταγμα υφίστανται κυρώσεις, μάλιστα ενίοτε επιδεικτικά αυτόφωρες.
Βουλευτές που γίνονται υπουργοί αποκτούν αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά.
Η Βουλή αποκτά κόμματα, ομάδες και ανεξάρτητους που δεν περιλαμβάνονταν στη θέληση και την εντολή του λαού στις εκλογές.
Όλα αυτά αντιστρατεύονται το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος και την ουσία της δημοκρατίας. Κυριολεκτικά τρομάζουν τον λαό οι μόνιμες συγκρούσεις, η έλλειψη στοιχειώδους συνεννόησης, η συχνότητα του πολιτικού λόγου, η έλλειψη πολιτικού θάρρους και γνώμης. Είναι απαραίτητη η αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της διάκρισης των εξουσιών, της ενίσχυσης του νομοθετικού και ελεγκτικού ρόλου ενός ή δυο νομοθετικών σωμάτων και ενδεχομένως εάν αυτό είναι εφικτό, της απευθείας εκλογής από τον λαό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτές τις απόψεις τις έχω δημόσια εκφράσει εδώ και δεκαετίες, (περισσότερα στο βιβλίο μου Κράτος και Κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης 1974-2011).