Από τα πάμπολλα δε περιστατικά της ζωής του σημειώνουμε επιλεκτικά τα εξής:α) Η αγάπη του
για τα άγια γράμματα
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο του Τάκη Λάππα «Πατροκοσμάς», ο Άγιος, σαν τσοπανόπουλο, κατά τη νεότητά του, είχε μεταβεί μια χειμωνιάτικη ημέρα στο ναό του χωριού του για να ανάψει τα καντήλια. Επάνω δε στην Αγία Τράπεζα είδε ένα χοντρό βιβλίο αργυροδεμένο. Ήταν το Ευαγγέλιο. Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια του, το πήρε και το ανασπάστηκε με ευλάβεια. Άρχισε δε να το ξεφυλλίζει… Αχ να μπορούσε να το διαβάσει!... Χωρίς να το καταλάβει, από τα μάτια του κύλησαν δάκρυα… Έσφιξε κάποια στιγμή στην αγκαλιά του το Ευαγγέλιο και ξέσπασε σ’ αναφιλητά…
Με το Ευαγγέλιο δε στα χέρια, βγήκε απ’ το ιερό και βρέθηκε μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Πόσο παράξενα τον κοίταζε! Γονάτισε μπροστά Του και μέσα στα δάκρυά του μπόρεσε να μουρμουρίσει: «Χριστέ μου, βοήθα με να μάθω και ‘γω γράμματα και τάζω να σε δουλέψω σ’ όλη μου τη ζωή!».
Κι ο Χριστός τον βοήθησε κι έμαθε τα ιερά γράμματα, που στήριζαν τότε και στηρίζουν πάντοτε κάθε σκλαβωμένο, κάθε άνθρωπο. Αυτά δε τα άγια γράμματα, που μάθαιναν τα Ελληνόπουλα με το φεγγαράκι στα κρυφά σχολειά, πρέπει να τα μαθαίνουν τα παιδιά της πατρίδας μας και σήμερα, γιατί αυτά, κατά τον θεοκίνητο Απόστολο Παύλο, είναι δυνατόν να καταστήσουν κάθε άνθρωπο αληθινά σοφό και ενάρετο και να τον σώσουν (Βλ. 2 Τιμ. γ’ 15). Αυτά, δηλαδή, συντελούν και «ίνα άρτιος η ο του Θεού άνθρωπος και προς παν έργον αγαθόν εξηρτισμένος» (2 Τιμ. γ’ 17).
Και τούτο, γιατί, κατά τον Ν. Τυπάλδο, τα λόγια της Αγ. Γραφής
Δεν είναι πάθη, λάθη, συμφορές
και βήματα διαβάτη κουρασμένα.
Εδώ μιλούν αλήθειες καυτερές,
τα χέρια του Θεού τα σταυρωμένα.
β) Η θεϊκή κλίση
Ύστερα από τα μαθήματα της Αθωνιάδας, που ο Άγιος παρακολούθησε, έγινε μοναχός και ιερέας στη Μονή Φιλοθέου. Ως ιερέας, βέβαια, ζέσταινε τις καρδιές των συμμοναστών του με τις δυνατές ομιλίες του, που έτρεχαν από το στόμα του σαν καταρράκτης. Τα νέα, όμως, που έφταναν στο μοναστήρι του για το σκλαβωμένο γένος, του μάτωναν την καρδιά και τον έβαζαν σε σκέψεις. Μήπως, σκεφτόταν, έπρεπε ν’ αφήσει το δικό του καλό και να έλθει, σαν τον Μωυσή, κοντά στο λαό του; Τι, άραγε, ήθελε από αυτόν ο Θεός; Για το θέμα, βέβαια, αυτό παρακαλούσε τον Θεό να του δώσει κάποιο σημάδι, όπως και έγινε. Καθώς κρατούσε, δηλαδή, μια ημέρα την Αγία Γραφή, άνοιξε, ύστερα και πάλι από προσευχή, το ιερό βιβλίο και διάβασε: «Μηδείς το του εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος» (1 Κορ. 10,24). Το χωρίο δε αυτό του έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Το ξαναδιάβασε πάλι και πάλι και μονολόγησε: «Κανένας δεν πρέπει να ζητεί το συμφέρον το δικό του μονάχα, αλλά και του αδελφού του». Το ‘λεγε και το ξανάλεγε. Σε κάποια δε στιγμή πετάχτηκε όρθιος και είπε: «Ώστε αυτό είναι το θέλημα του Θεού που πρέπει να εκτελέσω!». Και τράβηξε κατά τον ηγούμενο, για να του αναφέρει τη μεγάλη απόφαση που είχε πάρει, νιώθοντας ότι τον είχε καλέσει ο Θεός.
Ο Θεός, όμως, δεν κάλεσε μόνο τον Άγιο Κοσμά να εργαστεί για τον λαό, αλλά καλεί και τον κάθε χριστιανό να προσφέρει το λιθαράκι του στο έργο αυτό και να εργαστεί για τον πλησίον, για την Ελλάδα, για την ανθρωπότητα. Μια τέτοια δε κλήση, που τη νιώθουν ζωηρά οι πιο εκλεκτοί, πρέπει να νιώσουν πολλοί χριστιανοί, για να κτισθεί, κατά τον ποιητή Βερίτη, αντάμα ο Πύργος της νεότερης Ελλάδας και ν’ ακτινοβολήσει σαν Φάρος στα πέρατα της Γης.
Τον πύργο κτίζουμε (λέγει) όλοι αντάμα
και στο Θεό κάνουμε τάμα,
κανένας μας να μη σταθή,
ώσπου ο πύργος να τελειώση
και ίσαμε τ’ άστρα να υψωθή.γ) Το φως του Θεού
σκέπαζε τον Άγιο
Στα 1775 ο Άγιος, καθώς περιόδευε τις πολιτείες και τα χωριά της Ηπείρου, πέρασε και από τους Φιλιάτες, όπου έσπευσαν να τον ιδούν και να τον ακούσουν και κάποιοι αγάδες. Επειδή δε βράδιασε και ήταν καλοκαίρι, ξάπλωσαν και αυτοί να κοιμηθούν για λίγο στο ύπαιθρο μαζί με τον λαό. Κατά τις πέντε, όμως, το πρωί, που ξύπνησαν, είδαν «ένα φως ουράνιο, ωσάν σύννεφο, που σκέπαζε τον Άγιο και τον τόπο που αναπαυόταν» και κατάλαβαν ότι η Χάρη του Θεού τον φύλαγε και τον συνόδευε στη ζωή του. Κατάλαβαν, επίσης, ότι η θρησκεία των χριστιανών ήταν ζωντανή και ασύγκριτα ανώτερη από κάθε άλλη. Για τούτο, όταν ο Άγιος ξύπνησε, δεν κάθησαν να ακούσουν μόνο τις σωτηριώδεις διδαχές του, αλλά στο τέλος τον πλησίασαν και ζήτησαν την ευχή και την ευλογία του.
Αυτή δε την ευχή και την ευλογία του Αγίου Κοσμά είχε πάρει, σαν μικρό παιδί, και ένας Βορειοηπειρώτης, που όταν έφθασε στην ηλικία των 125 ετών και τον ρώτησαν «ποιο ήταν το καλύτερο που θυμόταν από τη ζωή του», αποκρίθηκε: «Ήταν τότε που με πήγαν μικρό παιδί και φίλησα το χέρι του πάτερ Κοσμά».
Αυτό θα έλεγα ότι πρέπει, ως χριστιανοί, να κάνουμε στη γιορτή του νοερά όλοι μας, εφόσον ο ιστορικός Άμαντος, που έπλεξε το εγκώμιο του Αγίου, έλεγε: «Ομολογώ, ότι δεν γνωρίζω άλλην φυσιογνωμίαν εις την νεωτέραν ιστορίαν ευγενεστέραν από τον θρυλικό μάρτυρα και διδάσκαλον Κοσμάν τον Αιτωλόν».Σ’ αυτό το βασίλειο του φωτός εύχεται κι ένας σύγχρονος ποιητής να οδηγήσει ο Θεός την ψυχή του, λέγοντας:
Παντοδύναμε, Θεέ μας
στου φωτός σου το βασίλειο,
δέξου τη θερμή φωνή μας
που πετά και σε ζητεί.