Αναβάπτιση στις νεανικές μνήμες

Δημοσίευση: 26 Αυγ 2024 9:40

Του Σωτήρη Απ. Παπαποστόλου,

συνταξιούχου Δασοπόνου

Βαθιές είναι οι ρίζες που μας δένουν με τον τόπο που γεννηθήκαμε. Όπου και να μας οδηγήσει ο δρόμος της ζωής, ισχυροί δεσμοί μας κρατάνε με τον τόπο καταγωγής μας.
Κάτι με ωθούσε από καιρό, να επισκεφθώ το ταπεινό χωριό μου τη Λοξάδα κατά παράφραση του παλαιού ομόματος Λουξάδα, από το λατινικό λουξ (φως), για να αναθυμηθώ τις παιδικές μου μνήμες. Η εσώτερη επιθυμία έγινε απόφαση και μέσα στο θερμότερο καλοκαίρι από τότε που άρχισαν οι μετρήσεις της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, κάνω την αποκοτιά και ταξιδεύω στην γενέτειρά μου.


Η συγκίνησή μου είναι μεγάλη, όταν αντικρίζω το σπίτι μου. Στέκει εκεί σιωπηλό, ακατοίκητο, επειδή όλοι οι ένοικοί του έφυγαν από το χωριό, προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Ευτυχώς στέκι όρθιο, καθώς ο αδελφός μου, στην κυριότητα του οποίου ανήκει, έφτιαξε καινούργια σκεπή. Καθώς μπαίνω στην αυλή μας, ακούω με ενάργεια τις φωνές των αδελφών μου, τα παιχνίδια μας, όταν δεν ήμασταν απασχολημένοι με τις πάμπολλες αγροτικές δουλειές, καθώς συμβάλαμε όλοι μας για να εξασφαλίσουμε τα στοιχειωδώς απαραίτητα για τη δύσκολη τότε ζωή μας.
Φαντάζομαι όλη την οικογένεια, από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο, εδώ στην αυλή, να είμαστε καθισμένοι κατάχαμα σε ένα πανί, να αρμαθιάζουμε τα φύλλα καπνού, από τις 09:30 το πρωί μέχρι το βράδυ που σκοτείνιαζε. Τα φύλλα του καπνού τύπου ζίχνης ήταν μικρόφυλλα και απαιτούνταν μεγάλη προσοχή και τέχνη για να περαστούν στη λεγόμενη σακορράφα, που όταν γέμιζε, αδειάζονταν σε ένα σπάγκο για να γίνει η αρμαθιά. Πολλές φορές τρυπούσαμε τα δάχτυλά μας, όση προσοχή και αν καταβάλαμε για να το αποφύγουμε. Το φαγητό που με απίστευτη ταχύτητα ετοίμαζε η ακούραστη, αεικίνητη, ηρωίδα η μάνα μας, τρώγονταν επί τόπου, με την πικρίλα που άφηναν στα χέρια μας τα καπνόφυλλα, επειδή δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Για να μαζευτούν τα καπνόφυλλα, έπρεπε να ξεκινήσει η μάνα, ο πατέρας και ο υποφαινόμενος από ηλικίας 12 ετών για το χωράφι που απείχε πέντε χιλιόμετρα από το χωριό, στις 1 με 2 η ώρα τη νύχτα, να σπάσουμε τα καπνόφυλλα γονατιστοί, με το φως ενός φαναρίου, να μαζευτούν σε δύο δέματα και στις εννέα το πρωί, φόρτωμα στο άλογο και τροχαδόν για το σπίτι και κατ’ ευθείαν στο αρμάθιασμα, αλλιώς, δεν προλαβαίναμε να τελειώσουμε τη δουλειά της ημέρας.
Πώς, αλήθεια, να ξεχάσω, που ανεβασμένος στα καπούλια του αλόγου, πιασμένος από τον πατέρα μου, ώσπου να φτάσουμε στο χωράφι κοιμόμουν και κάποια φορά έπεσα από το ζώο κάτω από μια γέφυρα.
Ευτυχώς δεν χτύπησα, επειδή εκεί που έπεσα ήταν λάσπη.
Αυτά τα γράφω, όχι για να εξιστορήσω τις ταλαιπωρίες που πέρασα, αλλά, μήπως τα διαβάσει κάποιος από τους σημερινούς νέους και σταματήσει να νιώθει αδικημένος από το σήμερα. Το αποτέλεσμα από τη συγκομιδή του καπνού ποιο ήταν; Αφού με αφάνταστο κόπο συλλέγονταν και αποθηκεύονταν σε δέματα και έφτανε η ώρα της πώλησης, έρχονταν ο μεσίτης – δειγματολήπτης, που αδίστακτα έβγαζε σκάρτα πολλά δέματα, τα οποία έπρεπε να καούν στην πλατεία του χωριού.
Έτσι, έμενε ο κόπος στον παραγωγό και το κέρδος ελάχιστο. Σημειωτέον ότι, δεν υπήρχαν τότε επιδοτήσεις, ούτε καν το νερό της λίμνης Πλαστήρα και τα χωράφια ήταν ξηρικά και οι αποδόσεις σε ποσότητα πολύ μικρές.
Να και ο κήπος μας, εγκαταλελειμμένος και χορταριασμένος τώρα, που ποτίζονταν από το ρέμα που βρίσκονταν δίπλα στο σπίτι μας. Τώρα το ρέμα αυτό είναι κατάξερο, όπως ξεραίνονται όλα τα ρέματα και οι πηγές στην Ελλάδα μας, λόγω της μεγάλης κλιματικής αλλαγής.
Συγκινήθηκα αφάνταστα από τις μνήμες που πέρασαν από το νου μου. Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου. Έλα, βρε, λέω στον εαυτό μου, εσύ πέρασες πολλές δυσκολίες στη ζωή σου, τι σ’ έπιασε τώρα;
Δύσκολα χρόνια εκείνη την εποχή, αλλά δεν διαμαρτυρόμασταν για την τύχη μας. Είχαμε μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος και βοηθούσαμε με όλες μας τις δυνάμεις τους γονείς μας, που έκαναν το παν για να καλυτερέψουν τη ζωή μας, γι’ αυτό και τους θυμόμαστε πάντα με πολλή αγάπη. Μπορώ, μάλιστα, να πω ότι, παρά τη φτώχεια μας, ήμασταν ευτυχισμένοι. Ας φύγω, λέω, από το σπίτι μου, διότι δεν μπορώ να αντέξω άλλες συγκινήσεις από τις αναμνήσεις του παρελθόντος.
Πάω στην πλατεία που είναι κοντά. Είναι όλα ίδια όπως την προηγούμενη φορά που την επισκέφτηκα. Αλλά πού είναι οι άνθρωποι;
Ερημιά παντού… Η όμορφη βρύση της πλατείας, ευτυχώς, διατηρεί την ζωτική ροή νερού και σε παρακινεί να ξεδιψάσεις με το δροσερό νερό της. Στην πλατεία είναι κτισμένη και η εκκλησία της Παναγίας, που κτίστηκε σε ανάμνηση του μεγάλου μοναστηριού, του μεγαλύτερου στο χώρο της Θεσσαλίας. Το μοναστήρι αυτό κτίστηκε το 1272 από τη χήρα του δεσπότη (Βασιλιά) Μιχαήλ Αγγέλου Κομνηνού Δούκα, ο οποίος ίδρυσε το δεσποτάτο της Ηπείρου, μετά την κατάληψη της Κωσταντινούπολης το 1204, από τους Φράγκους σταυροφόρους. Μετά το θάνατό του, η χήρα του έκτισε το μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας κι αυτή εκάρη Ηγουμένη και κτήτωρ, με το όνομα Υπομονή. Το μοναστήρι κάηκε το 1821 από τους Τούρκους, επειδή οι πολυάριθμοι μοναχοί επαναστάτησαν. Ακόμα, υπάρχουν περιμετρικά, χαμηλά τοιχία του μοναστηριού.
Ευτυχώς, στο χώρο της πλατείας, ένας πρωτοξάδελφός μου με το γιο του διατηρεί το μοναδικό καφενείο και δίνει ζωή στο χωριό. Η οικονομική συντήρησή του, οφείλεται στο εξαιρετικό τσίπουρο που αποστάζει ο εξάδερφός μου και που το απολαμβάνουν αρκετοί πελάτες από την Καρδίτσα, που απέχει μόνο 10 χλμ.
Το καινούργιο σχολείο κοντά στην εκκλησία, μένει κι αυτό σιωπηλό, αφού δεν υπάρχουν παιδιά στο χωριό, όπως και στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας.
Ας επισκεφθώ, λέω και τον παλαιοχριστιανικό ναό του Αγίου Δημητρίου, στον περίβολο του οποίου είναι κτισμένο και το παλαιό Σχολείο.
Η εκκλησία καλοσυντηρημένη, καθώς και ο ναός της Παναγίας, χάρις στις απλόχερες δωρεές των ξενιτεμένων παιδιών του χωριού.
Αλλά, πού είναι το πετρόχτιστο, με πελεκητή πέτρα, Σχολείο, όπου έμαθα τα πρώτα γράμματα μου; Δεν υπάρχει ίχνος του. Ένας από τους ελάχιστους κατοίκους του χωριού που μένει δίπλα, με πληροφορεί ότι το γκρέμισαν, επειδή είχε ρωγμές και ήταν επικίνδυνο, διότι δεν έφτιαξαν καινούργια σκεπή και έμπαζε νερά. Πώς να ξεχάσω τον εξαίρετο δάσκαλό μας, που ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος και έπρεπε να είσαι διαβασμένος, αλλιώς θα «έπιπτε ράβδος».
Εξατάξιο το σχολείο, όλοι στην ίδια αίθουσα, αλλά δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος, επειδή ο δάσκαλος κρατούσε το όργανο συνετισμού, μία κρανίσια βέργα που του την προμηθεύαμε οι ίδιοι οι μαθητές, από τα αμπέλια του χωριού. Να πω ακόμα, ότι ο δάσκαλός μας ήταν κουτσός και ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα στο υπερκείμενο από το δικό μας χωριό. Ηρωισμός…
Αποφασίζω να φύγω από το χωριό έμπλεος συγκινήσεων, που μου δημιούργησαν μεγάλη χαρμολύπη.
Πριν πάω στην Καρδίτσα όπου μένουν δύο αδέλφια μου, αποφασίζω να περάσω από την κωμόπολη του Φαναρίου όπου τελείωσα το 8/τάξιο, τότε, Γυμνάσιο. Η κωμόπολη αυτή των 2500 χιλ. κατοίκων, βρίσκεται σε ένα λόφο και βρέξει – χιονίσει, πηγαίναμε με τα πόδια κι εγώ και τα αδέλφια μου για να παρακολουθήσουμε τα μαθήματα. Στεφανώνεται από ένα Ενετικό κάστρο, το οποίο δεσπόζει σε όλο το Θεσσαλικό κάμπο. Δίπλα από τον οικιστικό χώρο του Φαναρίου, υπήρχε η ομηρική Ιθώμη, η οποία έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Μπαίνω από τη Β.Δ. πλευρά, όπου υπάρχει ο Iερός Nαός του Αγίου Σεραφείμ ,στο χώρο του οποίου μαρτύρησε επί τουρκοκρατίας ο Άγιος. Προχωράω από τον κεντρικό δρόμο, που διασχίζει κατά μήκος στην κωμόπολη. Τα πάμπολλα μαγαζιά που υπήρχαν είναι κλειστά και δεν κυκλοφορεί ψυχή ζώσα. Αναρωτιέμαι: Θεέ και Κύριε, τι έγινε εδώ πέρα; Ξέσπασε καμιά επιδημία και έφυγαν όλοι; Φτάνω, τέλος, στο χώρο όπου υπάρχει το παλιό Γυμνάσιο.
Στέκει εκεί, λιθόκτιστο με λαξευτές πέτρες, έρημο,σιωπηλό, αφού δεν λειτουργεί πλέον, από έλλειψη μαθητών. Nα σημειώσω, ότι κτίστηκε τη 10/ετία του 1930, όταν Γ.Γ. στο Υπουργείο Παιδείας, ήταν ο φωτισμένος δάσκαλος Παπανούτσος. Προχωράω στο άκρο της κωμόπολης και, ώ του θαύματος! Εκεί συναντάω κάποιον. Τι έγινε, βρε, του λέω; Γιατί δεν είδα κανέναν μέσα στο χωριό; Από πού είσαι; Με ρωτάει.
Να, από το χωριό που βλέπεις κάτω από το λόφο. Δε γνωρίζεις λοιπόν, ότι στο Φανάρι έμειναν πλέον μόνο λίγοι παππούδες και δεν υπάρχει ούτε καφενείο; Το ίδιο και στο πάνω από το δικό σας τα Kανάλια, που είχε επίσης πάνω από 2000 κατοίκους.
Να, λοιπόν, η κατάντια των χωριών μας, των χωριών όλης της Ελλάδας, αφού όλοι τα εγκαταλείπουν και μαζεύονται σε λίγες μεγάλες πόλεις.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass