Καθισμένη στο σαλονάκι απολάμβανε τον καφέ και το μυαλό της γύρισε πίσω στο παρελθόν.
Ήταν γόνος μιας πάμπτωχης οικογένειας της πόλης. Ο πατέρας της, εργάτης στις οικοδομές και όπου αλλού έβρισκε δουλειά – καταπιανόταν με όλα – και η μάνα της καθαρίστρια σε μια ιδιωτική κλινική. Είχε και έναν δίδυμο αδελφό.
Μεγάλωσαν με τη φροντίδα της γιαγιάς τους αφού η μάνα τους εργαζόταν. Μεγάλωσαν χωρίς να τους λείψει τίποτα. Όμως την Άννα δεν μπορούσαν οι γονείς να τη σπουδάσουν παρόλο που αγαπούσε τα γράμματα. Προτίμησαν να σπουδάσει το άλλο παιδί, που ήταν αγόρι.
Η Άννα όταν τελείωσε το Λύκειο, με μια γνωριμία που είχε η μάνα της με ένα μεγάλο κατάστημα γυναικείων ειδών, μπήκε εκεί ως πωλήτρια.
Οι καταστηματάρχες ήταν ένα ζευγάρι πολύ ευγενικό και φέρονταν με αγάπη και σεβασμό τους πωλητές, που ήταν άλλοι δύο. Ο Βασίλης, ένα ψηλό όμορφο αγόρι και ο Ανδρέας.
Ο Βασίλης απ’ την πρώτη ημέρα της έδειξε μια ιδιαίτερη συμπάθεια. Την ενημέρωσε για διάφορα μυστικά της δουλειάς και προσπαθούσε να είναι συνέχεια δίπλα της.
Ήταν φανερό πως ήταν ερωτευμένος μαζί της και γοητευμένος απ’ τη… σπάνια ομορφιά της. Ψηλή μελαχρινή με πράσινα μάτια, πλούσια μαύρα μαλλιά και ένα υπέροχο σώμα.
Αντίθετα με την Άννα που της άρεσε πολύ ο Ανδρέας. Όμως εκείνος είχε το δεσμό του και δεν είχε… μάτια για καμιά άλλη γυναίκα.
Κάποιο μεσημέρι μετά από καιρό, ο Βασίλης της πρότεινε να πάνε για φαγητό μετά το σχόλασμα.
Η Άννα δέχτηκε βέβαια, αλλά ανόρεχτα. Είχε σκοπό να του το ξεκαθαρίσει πως δε ένιωθε τίποτα ερωτικό για εκείνον, παρά μόνο μία συναδελφική αγάπη.
Πήγαν σε ένα ωραίο κατάστημα της πόλης. Κάθισαν σε ένα απόμερο τραπεζάκι και όποιος τους έβλεπε τους περνούσε για… ζευγάρι.
Και τι ζευγάρι, τέλειο. Δύο πανέμορφα παιδιά και οι δύο.
Αφού έφαγαν τα διάφορα που παρήγγειλαν ο Βασίλης της έπιασε τρυφερά το χέρι… Η Άννα δεν το τράβηξε αλλά ένιωσε αμήχανα…
«Άννα, είμαι ερωτευμένος μαζί σου, από την πρώτη στιγμή που ήρθες», μίλησε ο Βασίλης.
Εκείνη δεν ήξερε πώς να απορρίψει αυτή την εξομολόγηση.
Την έπιασε μια τρεμούλα, χλώμιασε και ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει.
Ο Βασίλης θορυβήθηκε… «Κορίτσι μου, τι έπαθες;».
«Τίποτα, τίποτα, Βασίλη θα μου περάσει, αυτό που μου είπες μου ήρθε ξαφνικό…».
«Ξαφνικό…; Απορώ πως δεν το κατάλαβες τόσον καιρό…!».
Η Άννα συνήλθε, συγκεντρώθηκε και μίλησε.
«Βασίλη μου δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δεν νιώθω τα ίδια συναισθήματα. Σ’ αγαπώ, είσαι ένας σπουδαίος άνθρωπος, πολύ καλός συνάδελφος, αλλά πέραν αυτού…».
«Τίποτα… ε! Δεν πειράζει Άννα, χαίρομαι που μου το είπες ξεκάθαρα, τα μισόλογα δεν μου αρέσουν. Ας μείνουμε λοιπόν δύο καλοί φίλοι, αφού έτσι θέλεις…».
Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, πλήρωσε ο Βασίλης και δεν δέχτηκε να πληρώσει κι εκείνη που επέμενε… και ο καθένας πήρε τον δρόμο για το σπίτι του, με μια… παγωμένη χειραψία.
Ο Βασίλης τον επόμενο μήνα έφυγε απ’ το μαγαζί, κάπου αλλού είχε βρει δουλειά. Και έμεινε η Άννα να προβληματίζεται και να σκέφτεται, μήπως δεν του μίλησε σωστά. Ίσως έπρεπε να δώσει ένα περιθώριο στον εαυτό της, μπορεί με τον καιρό να τον αγαπούσε, ήταν ένα τόσο καλό παιδί. Τώρα πια ήταν αργά. Δεν τον ξανασυνάντησε, μπορεί να είχε φύγει κι απ’ την πόλη…
Πίνοντας τον καφέ της εκεί στο σαλονάκι τώρα και σκεπτόμενη όλα τα παραπάνω, πέρασε η ώρα.
Σήκωσε την κουρτίνα απ’ την μπαλκονόπορτα και κοίταξε έξω. Έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν μια ωραία ημέρα γλυκιά. Αποφάσισε να βγει μια βόλτα να περπατήσει και να φύγει και το μυαλό της απ’ τα περασμένα, που δεν έχουν πισωγύρισμα.
Περπάτησε αρκετά, ούτε που κατάλαβε πως έφθασε σε μια άλλη γειτονιά, με πολύ πράσινο, ασφαλτοστρωμένους δρόμους και όμορφα πεζοδρόμια.
Φαίνεται ο Δήμος είχε ασχοληθεί τελευταία μ’ αυτή τη συνοικία.
Εκεί που περπατούσε από μακριά είδε να έρχεται ένας άντρας. Κάτι της θύμισε το βάδισμά του.
Έφτασε κοντά της, την προσπέρασε και κοντοστάθηκε. Γύρισε προς το μέρος της, το ίδιο κι εκείνη… Ο χρόνος έτρεξε με… χίλια και…
«Άννα εσύ…!».
«Βασίλη…».
Έδωσαν τα χέρια…
«Πόσα χρόνια βρε Άννα έχουμε να ειδωθούμε, τι κάνεις; Είσαι καλά; Μια χαρά σε βλέπω. Πες μου κάτι για τη ζωή σου…».
«Βασίλη, η ζωή μου δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, ζω μόνη μου…».
«Το ίδιο κι εγώ Άννα μου…».
Της έπιασε το χέρι και προχώρησαν μαζί…