Η πόλις του νερού
Από τα «Θεσσαλικά σχεδιάσματα»
του Ζαχαρία Παπαντωνίου
Πολλοί λογοτέχνες, συγγραφείς και γενικά άνθρωποι των γραμμάτων έχουν υπηρετήσει κατά καιρούς και τη δημοσιογραφία με μεγάλη επιτυχία. Μια ιδιαίτερη μορφή γραφής γι’ αυτούς ήταν και η ταξιδιωτική λογοτεχνία. Περιηγήσεις σε ξένες χώρες ή στην ελληνική επαρχία από καταξιωμένους συγγραφείς και καταγραφή εν συνεχεία των εντυπώσεων τους, ήταν συχνά αναγνώσματα στα αθηναϊκά έντυπα και προκαλούσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα αναγνωστικό κοινό. Για τη Θεσσαλία, το ενδιαφέρον του αθηναϊκού τύπου είχε αρχίσει με την προσάρτηση του 1881 στο ελληνικό κράτος, (Βλάσης Γαβριηλίδης: Ανά την Θεσσαλίαν, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς: Ακτίνες εκ της Θεσσαλίας, 1897 και άλλοι)και διατηρήθηκε αμείωτο μέχρι τον πόλεμο του 1940. Μεταπολεμικά όμως η ταξιδιωτική λογοτεχνία σταδιακά περιορίσθηκε.
Στο σημερινό και το επόμενο σημείωμα θα καταγράψουμε τις εντυπώσεις του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940)[1] από την πόλη μας, ένα κείμενο σχετικά άγνωστο για το ευρύ κοινό της Λάρισας, με τον τίτλο «Η Πόλις του νερού», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα των Αθηνών «Ελεύθερον Βήμα» στις 25 Νοεμβρίου 1937 και ενσωματώθηκε στο κεφάλαιο «Θεσσαλικά Σχεδιάσματα» στο βιβλίο του «Σχεδιάσματα», το οποίο εκδόθηκε το 1947, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του. Όπου χρειάζεται θα δίνονται ορισμένες διευκρινίσεις και σχολιασμοί.
«Οι ξένοι επιστήμονες, όσοι ταξίδευαν προ χρόνων στη Θεσσαλία, γοητευμένοι από τη μυθολογία της, ζητούσαν αρχαιότητες και ελάχιστα πρόσεχαν τη ζωή του λαού. Το αποτέλεσμα ήταν πως και το λαό δεν τον είδαν και αρχαιότητες, ιστορικές τουλάχιστον, δεν βρήκαν. Ίσως το πιο πραγματικά αρχαίο που ανακάλυψε στη Θεσσαλία ένας αρχαιολόγος ταξιδιώτης, ο Γάλλος Εζέ[2], ήταν το ψάθινο καπέλο που είδε να παράγεται με αφθονία από τη λαϊκή βιοτεχνία μέσα στη Λάρισα. Σ’ αυτό το τεράστιο ψάθινο, σκέφθηκε, που προστάτευε τον σημερινό Θεσσαλό από τον ήλιο, σ’ αυτή τη ψάθινη ομπρέλα, πως είναι δυνατό να μην αναγνωρίσουμε το «θεσσαλικόν σκιάδιον» της Ισμήνης, όταν φαίνεται από μακριά να’ ρχεται προς τον πατέρα της στον «Οιδίποδα επί Κολονώ». Και παρατήρησε σωστά. Η αρχαιολογία του όμως δεν τον άφηκε να ιδεί παρά ελάχιστα πράγματα από την τότε ζωή των φτωχικών Θεσσαλών κάτω από τον Τούρκο, ενώ ένας παρατηρητής του λαού την εποχή εκείνη θα μας άφηνε πολύτιμες πληροφορίες. Δυστυχώς και οι μεσαιωνικές αρχαιότητες, τα λείψανα της τουρκοκρατίας αφανίστηκαν. Από το πυκνό δασύλλιο των είκοσι δύο άσπρων μιναρέδων της Λάρισας δεν απόμεινε σήμερα παρά ένα πέτρινο δέντρο, ένας μιναρές[3]. Και τώρα για να αναπαραστήσει ο ξένος τη Λάρισα, την αγαπημένη των Τούρκων, πρέπει να ψάξει για κανένα μοτίβο της Ανατολής που απόμεινε, κανένα κιλίμι, ένα ωραίο άλογο, λίγο σαπούν χαλβά, προ πάντων να κοιτάξει το μοναδικό της μιναρέ, άσπρο και βουβό. Τότε ξαναφτιάχνει τη μακρινή εικόνα της Λάρισας, με τον πασά, τους τσιφλικούχους μπέηδες, το μητροπολίτη, σταυροκαθισμένους να μαζεύουν τους βαθύτατους τεμενάδες μουσουλμάνων, κολίγων και παπάδων, και βλέπει ακόμα ένα μπουκέτο Γενιτσάρους κρεμασμένους στον πλάτανο, σαν αυτούς που κρέμασεν εκεί ο Αλή πασάς. Αυτή η ανατολική ζωγραφιά ξεθώριασε με την ανταλλαγή, όταν έφευγαν οι τελευταίοι μπέηδες. Τώρα κυνηγούν την ανάμνησή τους και εξαφανίζουν το τελευταίο τους ίχνος τα σφυρίγματα των τρένων. Σφυρίγματα έντονα και χαρούμενα. Ήχοι της διεθνότητος και του ελληνισμού. Λάρισα του Σεμπλόν, της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης! Λάρισα του Βόλου, Λάρισα του Μετσόβου με το νέο δρόμο της προς την Καλαμπάκα που θα ενώσει τώρα τη Λάρισα με την Ήπειρο. Λάρισα του τουρισμού με τα Τέμπη της.
Από το μεσαίωνα και την προπολεμική[4] Ελλάδα χωρίστηκε μια για πάντα με τη θαυμάσια λύση που έδωσε στο κύριο ζήτημά της, την ύδρευση, και μαζί μ’ αυτή στον ηλεκτροφωτισμό. Η λήγουσα λαρισινή γενιά έπινε το νερό του ποταμού με τ’ ασκιά και το καθάριζε με τη στύψη. Η σημερινή κέρδισε το αγαθό της ακίνδυνης και της απολαυστικής υδροποσίας. Είδε την προαιώνια συντεχνία της Λάρισας, τους «σακατζήδες», τους υδροφόρους, να εξαφανίζονται στην ανυπαρξία, όπου καταβυθίζονται τόσα και τόσα από την πρόοδο της δημοτικής ιδέας και τη δύναμη της επιστήμης. Αφού έδιωξε τη Γαλλική Εταιρεία Όμνιους[5], η Λάρισα κατόρθωσε να συνασπίσει τον δήμον και τους ιδιώτας, να εξαγοράσει τα μηχανήματα, να κάμει δάνειο εγγυημένο από το δήμο και να εκτελέσει τα λαμπρά έργα υδρεύσεως και ηλεκτροφωτισμού με το Συνεταιρισμό Καταναλωτών[6]. Η δύναμις αυτή, ο Συνεταιρισμός Καταναλωτών διοικείται από εννέα συμβούλους – δύο αντιπροσώπους του δήμου, τρεις αντιπροσώπους των ιδιωτών, τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου, τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών, έναν εφέτη και τον επιθεωρητή των δημοσίων έργων. Ο δήμος είναι ευεργετημένος από το έργο. Φτιάχνει πάρκα. Έχει ηλεκτρική δύναμη άφθονη και για το φωτισμό και για τη βιομηχανία. Και για να ξανάρθουμε στο κύριο, οι Λαρισαίοι πίνουν νερό υπέροχο. Το ωραιότερο, καθώς λέγαν, νερό της Ελλάδας. Αυτό θα ήταν αρκετό να πούμε τη Λάρισα πολιτισμένη. Οι καλοί μας όμως Λαρισινοί το βρίσκουν λίγο. Είναι ανυπόμονοι. Η πόλις τους τρέχει στην πεδιάδα, ανοίγοντας δρόμους που δεν έχουν τελειωμό, δρόμους χτισμένους με κατοικίες. Σ’ αυτό μοιάζει κάπως με το Ζάγκρεμπ. Όπως η πολίχνη αυτή αμέσως μετά τον ευρωπαϊκό πόλεμο κατέβηκεν από την παλιά τούρκικη και κροατική της εστία και χύθηκε τρελά στην πεδιάδα, διψασμένη για τον ποταμό της τον Σαύο και ετοιμάζοντας ως εκεί μιαν αυριανή πολιτείαμε μεγάλο πληθυσμό, έτσι και η Λάρισα. Έχει έξι πλατείες. Δεν συχνάζονται, εκτός από την κεντρική. Αλλά υπάρχουν. Έχει το πάρκο του Αλκαζάρ, το πάρκο των ανακτόρων. Ο προϋπολογισμός της είναι 14 εκατομμύρια το χρόνο. Έχει πολλά χρέη. Τα χρέη έγιναν επειδή έκαμε πολλά έργα μαζί και έργα σκόπιμα.
Να πιστέψουμε τώρα στην ομάδα; ή στο άτομο, στον ένα; Ο ένας είναι ο δήμαρχος που συνέβαλε, επέβαλε και έφερε σε τέλος αυτά τα έργα. Λέγεται ΣΑΠΚΑΣ. Το νερό, ο ηλεκτροφωτισμός, η αγορά, οι δρόμοι, οι κήποι, οι πλατείες έγιναν με τη βούληση και την ακάματη επιμονή του ανθρώπου όπου ακούει στο μεγαλοβλάχικο τούτο όνομα. Τον λένε δημαρχιακή ιδιοφυία, μου είπεν ένας Λαρισινός. Αυτό όμως δεν θα πει τίποτα. «Είναι δημαρχιακή ιδιοφυία». Ώστε οι ποιηταί γίνονται, οι δήμαρχοι όμως γεννώνται! Πολύ καλά. Θέλω να γνωρίσω τον κ. Σάπκα. Τι άλλο περίεργο έχει να δει κανείς στην Ελλάδα παρά ένα εξαιρετικό δήμαρχο[7];
(Συνέχεια)
---------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
[1]. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) ήταν λογοτέχνης, ποιητής, δημοσιογράφος, τεχνοκριτικός και συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων. Διετέλεσε και ακαδημαϊκός. Η δημοσιογραφία ήταν το μεγάλο πάθος του. Η γλώσσα στα γραπτά του, με μικρές εξαιρέσεις, ήταν η απλή αστική καθομιλουμένη, με ελάχιστα στοιχεία καθαρεύουσας. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα», το σημερινό «Βήμα».
[2].Ο LeonHeuzey (1831-1922) ήταν γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός. Στα τέλη του 1854διορίστηκεστη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, από το 1855 ως το 1858, αφιέρωσε πολύ χρόνο σε ταξίδια και μελέτες της ιστορικής γεωγραφίας στην Αρκαδία, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Κλασικό είναι το βιβλίο του "Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία του 1858".
[3]. Εννοεί το Γενή τζαμί, που στέγαζε μέχρι πριν λίγα χρόνια το Αρχαιολογικό Μουσείο. Βέβαια δεν ήταν το μοναδικό, γιατί την περίοδο που επισκέφθηκε τη Λάρισα ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (πριν το 1937) υπήρχε ακέραιο και το Μπουρμαλί τζαμί, το οποίο βρισκόταν στον χώρο όπου καταλαμβάνει σήμερα ο κινηματογράφος «Βικτώρια» και καταστράφηκε από τον σεισμό του 1941.
[4]. Όταν ο συγγραφέας αναφέρει εδώ προπολεμική Λάρισα, αναφέρει την προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί μην ξεχνάμε ότι το κείμενο γράφηκε πριν το 1937. Πότε ακριβώς επισκέφθηκε την πόλη μας δεν είναι γνωστό.
[5].Το σωστό είναι Omnium.
[6].Σάπκας Μιχαήλ: Ιστορικαί αναμνήσεις από την ανασυγκρότησιν και αναμόρφωσιν της Λαρίσης μετά την απελευθέρωσιν από την Τουρκοκρατίαν, τόμ. Α΄, Ύδρευσις και Ηλεκτροφωτισμός Λαρίσης, εν Λαρίση, Ιούνιος 1955.
[7]. Όταν δημοσιεύθηκε το κείμενο αυτό ο Σάπκας ήταν εκτός δημαρχίας. Όμως ο απόηχος της δημιουργικής του παρουσίας στην πόλη εξακολουθούσε ακόμανα είναι έντονος και επισκίαζε τον τότε δήμαρχο Στυλιανό Αστεριάδη.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com