Από το Δημήτρη Νούλα
Η αυθόρμητη και ακομμάτιστη εξέγερση των φοιτητών «που τους έλεγαν αλήτες» το Νοέμβρη του ΄73 είναι από εκείνα τα συμβάντα, με το ιδιαίτερο περιεχόμενο, που χωρίζουν τις εξελίξεις, σε μια χώρα, στο πριν από αυτά και στο μετά. Αποτελούν δηλαδή ένα ορόσημο ευδιάκριτο στη συνείδηση του κόσμου που άλλοτε έχει θετική, άλλοτε αρνητική και άλλες φορές αμφίσημη χροιά.
Η περίοδος από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 μέχρι και την κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών είχε ως γενικότερα κοινωνικά αιτήματα τον εκδημοκρατισμό και τη δυνατότητα πρόσβασης ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων στα εκπαιδευτικά αγαθά. Συνεπώς, η εξέγερση του Πολυτεχνείου συνόψιζε: το αίτημα για πτώση της χούντας, τη διάθεση απελευθέρωσης των νέων της εποχής από τις αγκυλώσεις και την εσωστρέφεια της ελληνικής κοινωνίας, την προσπάθεια να ξεφύγουν από το καθεστώς της πολλαπλής πολιτικής φαυλότητας και διαφθοράς δηλαδή τη χειραφέτηση από τον παλαιοκομματισμό και, ασφαλώς, το κεντρικό αίτημα για Παιδεία χωρίς αποκλεισμούς και για άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Ποιο, όμως, είναι το πολιτικό υποκείμενο που ονομάστηκε γενιά του Πολυτεχνείου, ποια ήταν τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής που επηρέασαν και διαμόρφωσαν τη συμπεριφορά της; Τι πέτυχε; Μπορούμε άραγε να της «φορτώσουμε» συλλήβδην τις ευθύνες για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα στις ημέρες μας; Είναι, ασφαλώς, ερωτήματα που αξίζουν τον κόπο για μια κάποια διερεύνηση δεδομένου ότι τόσο η γενιά του Πολυτεχνείου όσο και η «ομόλογή» της του Γαλλικού Μάη άρχισαν από κάποιες πλευρές να αμφισβητούνται ανοιχτά.
Οι περισσότεροι από τους νέους που συμμετείχαν στον αντιδικτατορικό αγώνα, σύμφωνα με έρευνα που έκανε το Πάντειο Πανεπιστήμιο, ανήκαν στην Κεντροαριστερά και με βάση τη συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα που δήλωναν κατανέμονταν ως εξής: 28% ήσαν ανένταχτοι αριστεροί, 27% ανήκαν στην ΚΝΕ, 4% στο Ρήγα Φεραίο και 8,8% στο ΠΑΚ. Από αυτούς μόνο το 21% ανέπτυξε κομματική δράση. Κατά την περίοδο 1974-2004, από τους 21 διατελέσαντες Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας ή Οικονομικών μόνο o Νίκος Χριστοδουλάκης ανήκε στη γενιά του Πολυτεχνείου. Γενικώς η εκπροσώπησή της, σε επίπεδο αποφάσεων που δημιουργούν κατευθύνσεις σε κρίσιμους τομείς της κυβερνητικής πολιτικής, ήταν πενιχρή με κύριους εκπροσώπους τον Κώστα Λαλιώτη, τον Κ. Σκανδαλίδη και τον Στ. Τζουμάκα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ν. Μαραντζίδη «το φαινόμενο «γενιά του Πολυτεχνείου» καθορίσθηκε τόσο από τις επιδράσεις των διεθνών ρευμάτων νεολαίας των αρχών της δεκαετίας του 1960 και μετά (π.χ. Γαλλικός Μάης) όσο και από το ιδεολογικό και πολιτικό «φορτίο» των δύο μεγάλων πολώσεων του ελληνικού πληθυσμού: τον εθνικό διχασμό και τον εμφύλιο». Η γενιά του 114 της κληροδότησε την κουλτούρα των κινητοποιήσεων που ανεδείχθη σε ιδιότυπο πολιτισμικό χαρακτηριστικό ενώ η «αποκάλυψη» των μηχανισμών που «επέβαλαν» την ελληνική χούντα πυροδότησαν τον αντιαμερικανισμό της. Ο Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σεραφείμ Σεφεριάδης σημειώνει ότι «η έννοια «γενιά» είναι κάπως θολή και ότι είναι άλλο εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση κι άλλο όσοι τους «περιέβαλαν» και εμπνεύσθηκαν από τους πρώτους».
Ο αφορισμός, πάντως, ότι η γενιά του Πολυτεχνείου ευθύνεται αποκλειστικά για τη σημερινή κατάντια της χώρας αποτελεί εκ των πραγμάτων υπερβολή. Η αλήθεια είναι ότι τμήματά της ενσωματώθηκαν πλήρως, όχι κατ’ ανάγκην σε πρωτοκλασάτο επίπεδο, και υπηρέτησαν λογικές του συστήματος αποκομίζοντας υλικά και άλλα οφέλη. Λειτούργησαν, δηλαδή, εκουσίως ή ακουσίως ως το άλλοθι και το «καλλωπιστικό επίχρισμα» του διεφθαρμένου «παλαιού». Η γενίκευση, όμως, δεν ευσταθεί διότι, τότε, με τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η γενιά του ΄40 και της εποποιίας της εθνικής αντίστασης ευθύνεται για την τραγωδία του εμφυλίου, ότι η γενιά των βαλκανικών πολέμων μας έφερε την μικρασιατική καταστροφή. Δεν είναι όμως έτσι διότι σε μια τέτοια περίπτωση είναι σαν να παραγνωρίζουμε όλες τις άλλες παραμέτρους που επηρεάζουν τις εξελίξεις και είναι σαν να απαλλάσσουμε τις εκάστοτε ηγεσίες από τις ευθύνες τους.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι βέβαιο ότι αναπτέρωσε την πίστη των ανθρώπων στην Πολιτική. Η εμπιστοσύνη, όμως, στην Πολιτική είναι και πάλι σήμερα ουσιώδες αγαθό εν ανεπαρκεία όχι μόνο στην πατρίδα μας αλλά και παγκοσμίως. Οι λόγοι για αυτή την αρνητική εξέλιξη είναι αφενός η κατάρρευση των διαφορετικών παραδειγμάτων πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης (π.χ. Σοβιετική Ένωση) με αποτέλεσμα την πλήρη επικράτηση του καπιταλιστικού προτύπου και αφετέρου οι φαύλες διοικήσεις που διαχειρίστηκαν τις τύχες χωρών με θεσμική υστέρηση όπως η Ελλάδα. Η ανεξέλεγκτη, πάντως, δύναμη των αγορών για τις οποίες η Πολιτική που δεν ευνοεί τη λογική τους πρέπει να ισοπεδωθεί είναι το βασικό αίτιο για τις καταστάσεις που βιώνουμε. Σε ένα τέτοιο κόσμο η μη προσαρμογή ισοδυναμεί με περιθωριοποίηση, με πτώχευση και δυστυχία.
Οι κοινωνίες που θα αρνηθούν ή δεν θα μπορέσουν να μεταρρυθμισθούν θα στραφούν προς τις διάφορες εκφάνσεις του «βαθέως» συντηρητισμού και της μεγάλης εσωστρέφειας και θα οχυρωθούν πίσω από δόγματα και αντιλήψεις που παραπέμπουν στον αναχρονισμό. Αυτή η φοβική στάση απέναντι στο καινούριο, το οποίο κόμιζε η εξέγερση της νεολαίας στη Γαλλία, ήταν που έκανε το γνωστό δημοσιογράφο Ρ. Ντεμπρέ να πει ότι ο Μάης του ΄68 ήταν κόλπο του Κεφαλαίου καθώς γκρέμισε τις τρεις κολώνες της μεταπολεμικής Γαλλίας: τον Ντε Γκωλ, το ΚΚΓ και τον καθολικισμό. Πίσω, όμως, από τέτοιες φοβίες, που, εν πολλοίς, καλλιεργούνται, κρύβονται δυνάμεις όπως ο κομματισμός, ο ισχυρός συντεχνιασμός και μεγάλα συμφέροντα που, με διαγενεακή αλληλεγγύη, επιδιώκουν τη διατήρηση του status.
Με αυτή την έννοια τα αιτήματα -όπως αναλύθηκαν παραπάνω- των αγωνιστών και των θυσιασθέντων εκπροσώπων μιας γενιάς που ονομάσθηκε «γενιά του Πολυτεχνείου» δεν έλαβαν «σάρκα και οστά». Αν, βέβαια, η Ελλάδα καταφέρει να διατηρηθεί στη ζώνη των αναπτυγμένων-και με πρόσημο κοινωνικής δικαιοσύνης- χωρών τότε μπορούμε να πούμε ότι κάτι έγινε. Αλλιώς, η γενιά αυτή, παρά την εναρκτήρια προσφορά της και “τις τυφλές ελπίδες που φύτεψε στο μυαλό των ανθρώπων”, θα μπορούσε, ευλόγως, να θεωρηθεί ότι απέτυχε να διεμβολίσει και να ανατρέψει τόσο τις παλιές δομές όσο και τις πρακτικές τους (π.χ. πελατειακό σύστημα). Τότε είναι βέβαιο πως θα κατηγορηθεί ακόμη περισσότερο για πλήρη ενσωμάτωση στο «παλαιό» και για υιοθέτηση των συνηθειών του μικροαστισμού.
Τότε, επίσης, είναι βέβαιο ότι θα της προσάψουν-δικαίως- πως όχι μόνο δεν μπόρεσε να αποτελέσει κάτι το διαφορετικό από τις άλλες γενιές και να υπηρετήσει το «αξιακό φορτίο» που επαγγέλθηκε αλλά ότι, αντιθέτως, το Πολυτεχνείο αποτελεί, απλώς, έναν ακόμη από εκείνους τους παρηγορητικούς μύθους προς τους οποίους ρέπουν οι λαοί οι οποίοι αρνούνται να αντικρύσουν την πραγματικότητα
Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός