Του Μ.Ε.Λαγκουβάρδου
Είναι πρωί. Βαδίζω αμέριμνος σε κεντρικό δρόμο της Λάρισας. Ένας μαγαζάτορας έξω απ΄ το κατάστημά του φωνάζει: «Τι γράφει αυτός o ...;». Μου θυμίζει αρχαίο τελάλη. Λέω του φίλου μου Κώστα, για τις φωνές: «Εξύβριση», λέει συνηθισμένος απ΄ τη μαχομένη δικηγορία του. «Εσύ μιλάς με την καρδιά σου και γράφεις το ίδιο. Ίσως αυτό μερικούς να σκανδαλίζει».
Τις προάλλες είμαστε μια συντροφιά σε κάποιο γραφείο και κουβεντιάζουμε για τα αμέτρητα εμπόδια που συναντάει στη ζωή του ο σύγχρονος άνθρωπος: Σύμφωνα με τη Χριστιανική διδασκαλία, τα εμπόδια τα βάζει ο Εχθρός για να μη θυμάται ο άνθρωπος το Θεό. Πρέπει να έχουμε το νου καθαρό για να θυμούμαστε το Θεό». «Πώς διατηρείται ο νους καθαρός;» ρωτάει μια κυρία της συντροφιάς. «Υπάρχουν διάφοροι τρόποι. Εμείς οι χριστιανοί ορθόδοξοι έχουμε τη νηστεία και την προσευχή.» «Μπορούμε να προσευχόμαστε όλη τη μέρα;» «Ο νους ποτέ δεν σταματάει να σκέφτεται. Αν δε θυμάται ο νους το Θεό θα θυμάται τη «βαριά σκοτούρα», όπως λέει το λαϊκό τραγούδι. Τα εμπόδια έχουν σκοπό τη λήθη του Θεού». «Αυτό θα κάνουμε » λέει και φεύγει χωρίς να χαιρετίσει κανέναν.
Το εξοργιστικό δοκίμιο -αν υπάρχει αυτό το λογοτεχνικό είδος- είναι αυτό που εξοργίζει τον αναγνώστη, όπως το στοχαστικό δοκίμιο βοηθάει τον αναγνώστη να φιλοσοφεί. Ο αναγνώστης που επιθυμεί αυτό που διαβάζει να τον βοηθήσει να προσαρμοστεί στην παρούσα κατάσταση, θα εξοργιστεί, με το δοκίμιο που εμποδίζει τον εφησυχασμό του. Θα έκανε καλά, αντί να θυμώνει με αυτόν που το γράφει, απλώς να μην το διαβάσει.
Τα δοκίμια ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με το κριτήριο με το οποίο γίνεται η διάκριση σε διάφορα είδη. Αν το κριτήριο είναι η ησυχία ή η ανησυχία που προκαλεί στον αναγνώστη, η επιστήμη της καλολογίας πρέπει να περιλάβει στις κατηγορίες των δοκιμίων και το εξοργιστικό δοκίμιο, στο οποίο ανήκει η στήλη μου. Το δοκίμιο που γράφω, αν κρίνω από τις αντιδράσεις κάποιων αναγνωστών, ανήκει στην κατηγορία του εξοργιστικού. Κανονικά η στήλη αυτή πρέπει να φέρει τον τίτλο «δοκίμια εξοργιστικά».
Το δοκίμιο ως λογοτεχνικό είδος ξεκίνησε με τις αγορεύσεις των αρχαίων ρητόρων στα δικαστήρια. Το δοκίμιο δεν έχει μία ορισμένη μορφή ούτε οι αγορεύσεις των αρχαίων ρητόρων είχαν ορισμένη μορφή. Μοναδικός σκοπός τους ήταν να πείσουν τους δικαστές για να κερδίσουν τη δίκη.
Ούτε απ΄ το περιεχόμενό του μπορείς να πεις με σιγουριά ποιο είναι και ποιο δεν είναι δοκίμιο. Άλλο είναι π.χ. το στοχαστικό δοκίμιο κι άλλο το περιγραφικό. Το μόνο σταθερό ίσως γνώρισμά του είναι ότι θέλει να πείσει. Ο τρόπος όμως που πείθει ένα δοκίμιο είναι διαφορετικός. Άλλοτε πείθει με επιχειρήματα και τότε πλησιάζει προς την μελέτη κι άλλοτε πείθει με την υποβολή και τότε είναι γνήσιο λογοτεχνικό είδος.
Δοκίμιο μπορεί να είναι ένα ποίημα, ένα γράμμα, ένα διήγημα ή ένα έργο θεατρικό. Δοκίμιο που μ' αρέσει σε ποιητική μορφή είναι το αρχαίο επίγραμμα :
«Ω, ξειν' αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε
κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Δύο μόνο στίχοι εκφράζουν όλο το νόημα και με πόση πειθώ. Ούτε με πέντε ούτε με δέκα παραγράφους ούτε με βιβλίο ολόκληρο δεν μπορείς να το κάνεις πιο πειστικό.
*Lasciatemi cantare, ιταλικό τραγούδι.