Στον Μεσενικόλα Καρδίτσης, γενέτειρα της μητέρας μου, θα πάμε, για να σας οδηγήσω σ’ αυτό το γνωστό ορεινό χωριό που είναι χτισμένο στην οροσειρά των Αγράφων σε υψόμετρο 700 μέτρων περίπου.
Πανοραματικά πάνω ’κει φαντάζει σαν αετού φωλιά, ριζωμένο και περικυκλωμένο μέσα στην καταπράσινη τοποθεσία του, την κατηφορική και πετρώδη. Απ’ του καιρού το πέρασμα πολλά τα ιστορικά του γεγονότα, τα οποία δεν θα τα αναφέρω εδώ, εφόσον θα ασχοληθούμε περισσότερο με τον τρόπο ζωής των κατοίκων, των λιγοστών αυτών που έχουν μείνει στο χωριό, των ηλικιωμένων.
Γνωρίζουμε ότι οι νέοι μας φεύγουν στις μεγαλουπόλεις για ανεύρεση εργασίας. Αν και τα τελευταία χρόνια επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη, γιατί τα πράγματα έχουν δυσκολέψει.
Ας αφήσουμε αυτό το θέμα. Θα το αναλύσουμε μια άλλη φορά πιο εκτεταμένα.
Όμως και πάλι τονίζω πως επιθυμώ την επιστροφή των νέων, για να ζωντανέψουν τα χωριά μας, καθώς η ζωή εκεί κατά τη δική μου γνώμη είναι καλύτερη, πιο ανθρώπινη, με λιγότερο άγχος.
Από μικρή πηγαίνω συχνά τα καλοκαίρια στον Μεσενικόλα φιλοξενούμενη από την Μερόπη Μαλαμίτση, ποιήτρια, θεία μου αγαπημένη. Κι ως ανιψιά της ακολουθώ τα βήματά της στα λογοτεχνικά δρώμενα. Με την παρουσία της, τη συντροφιά της, σε όλες τις εκδηλώσεις που αφορούν, κινούν το ενδιαφέρον, αγγίζουν την ψυχή μας. Ποίηση, λογοτεχνία, διαβάζοντας τα βιβλία με περισσή αγάπη μου το μετέδωσε εκείνη.
Συνεχίζοντας ας πάμε μέσω της φαντασίας μας να σας ξεναγήσω στο χωριό. Μόλις φτάσουμε στην είσοδό του θα μας ξεδιψάσει το κρυστάλλινο νερό της πηγής που τρέχει κελαρύζοντας από τη μαρμάρινη βρύση. Πηγάζει πεντακάθαρο, δροσερό απ’ των βουνών τα σπλάχνα, από πάνω ψηλά, όπου το χιόνι δεν φεύγει ποτέ.
Έπειτα θα μας υποδεχτούν τα αιώνια πλατάνια, στην πλατεία αν καθίσουμε κάτω από τον ίσκιο τους και το βουνίσιο αεράκι πνοή δροσιάς γύρω μας.
Λίγα μέτρα πιο πέρα η Εκκλησία. Μεγάλη, επιβλητική η Κοίμηση της Θεοτόκου. Θα προσκυνήσουμε και βγαίνοντας το βλέμμα μας θα ξεχυθεί κάτω στον κάμπο, αγναντεύοντας την πόλη της Καρδίτσας και γύρω τα χωριά της με τα φώτα της αναμμένα το βράδυ. Το θέαμα μοναδικό.
Κι ας περπατήσουμε στα δρομάκια του χωριού. Ανηφορίζοντας θα θαυμάσουμε τα παλιά πέτρινα σπίτια, διώροφα με μικρά μπαλκόνια κι οι αυλές πλακόστρωτες να χτυπούν τα πέταλα των αλόγων πάνω τους, καθώς επιστρέφουν από τον “λόγκο” . Οι άντρες του χωριού ξεφορτώνουν ξύλα που έκοψαν, να’ ναι έτοιμοι για τον βαρύ χειμώνα με χιόνια πολλά. Ζουν τον αποκλεισμό πολλών ημερών.
Έτσι οι προμήθειες άφθονες απ’ τα τοπικά προϊόντα που καλλιεργούν μόνοι τους, τα αποθηκεύουν, για να περάσουν τον χειμώνα τους, ως την άνοιξη που θα αρχίσουν πάλι οι δουλειές, καθώς ο καιρός ξανοίγει.
Η κυριότερη ασχολία των κατοίκων ήταν και είναι η καλλιέργεια των αμπελιών. Λιγοστά βέβαια, όμως η ποιότητα του κρασιού είναι πασίγνωστη. Οφείλεται στο πετρώδες έδαφος που κάνει τη διαφορά. Υπάρχει μαύρο και άσπρο κρασί Μεσενικόλα, από το σταφύλι Μπατίκι, μια ποικιλία εξαιρετικού λευκού οίνου που εξάγεται σ’ όλη τη Θεσσαλία. Όπως και το κοκκινέλι, γλυκόπιοτο, το νέκταρ των θεών.
Μαζί με την καλλιέργεια των αμπελιών, που απαιτεί πολύ κόπο και δουλειά δύσκολη, λίγα κηπευτικά συμπληρώνουν και βοηθούν στο μικρό εισόδημα των κατοίκων. Όμως αυτό δεν τους ενοχλεί διόλου.
Ζουν στο καθαρό αέρα, στο οξυγόνο του βουνού κι είναι γεμάτοι υγεία. Η ματιά τους καθαρή, τα μάγουλα ροδοκόκκινα , τα πρόσωπά τους ψημένα από τον ήλιο, εκτεθειμένα ολημερίς στη χειρωνακτική εργασία που τους δίνει ζωντάνια και δύναμη.
Όμως θα’ θελα να δούμε με μια γρήγορη ματιά απ’ την πλευρά της γυναίκας τη ζωή στο χωριό , τις ασχολίες της. Σε κείνη αναλογεί πάντα περισσότερη δουλειά. Εκτός από την κοπιαστική πολύωρη εργασία της καθημερινά στα αμπέλια και στα περιβόλια, γυρίζοντας στο σπίτι την περιμένουν άπειρες υποχρεώσεις. Πρέπει να τα προλάβει όλα. Το καφενείο είναι για τους άντρες.
Στις κατοικίες όλων στο χωριό υπάρχουν γελάδες, κατσίκες, πρόβατα ν’ αρμέξει , κότες να ταΐσει, άλογα να ποτίσει κι άλλα ζωντανά που περιμένουν τη φροντίδα της. Μεριμνεί, κοπιάζει για όλα και για όλους.
Ως μάνα θα αναλάβει το μεγάλωμα των παιδιών της, όπως και τη φροντίδα των γερόντων που ζουν μαζί της και τη χρειάζονται. Το θεωρεί καθήκον της ως το τέλος να’ ναι κοντά τους.
Ως εκεί που ο ήλιος πάει να δύσει ακόμη δεν έχει τελειώσει. Η ανατολή του τη βρίσκει όρθια, να ξεκινήσει πάλι για τ’ αμπέλι.
Τους μήνες του χειμώνα όλα είναι πιο ήρεμα. Τότε θα καθίσει στον αργαλειό να υφάνει ή θα πλέξει δίπλα στο τζάκι που καίει. Αυτά της δίνουν λίγη ξεκούραση και θαλπωρή στο ζεστό σπιτικό της που είναι στρωμένο με υφαντά περίτεχνα και πολύχρωμα.
Κι αυτό που θαυμάζω ιδιαίτερα στη γυναίκα του χωριού είναι τα χειροποίητα προϊόντα που θα φτιάξει από το γάλα που συλλέγει κάθε μέρα και είναι ο πλούτος της,. Τυρί, γιαούρτι, τραχανάδες χυλοπίτες, βούτυρο άσπρο, το καλό. Έχω δει τη διαδικασία, τον τρόπο παρασκευής τους απ’ τα άξια χέρια της. Ν’ ανοίγει φύλλο για πίτες, να κάνει γλυκά και ψωμί ζυμωτό, ψημένο σε φούρνο με ξύλα και κόκκινο κρασί στις κούπες.
Τέλος να αναφέρω το μεγάλο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού που γινόταν παλιά τον Δεκαπενταύγουστο, να συγκεντρώνει όλους τους ξενιτεμένους Μεσενικολίτες και τα κλαρίνα ν’ αντηχούν ως πέρα τις βουνοκορφές.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται σ’ άλλη περιοχή του χωριού η Γιορτή κρασιού στις αρχές Σεπτέμβρη με τον τρύγο, με δημοτική και λαϊκή μουσική και το κρασί Μεσενικόλα να ρέει άφθονο στους επισκέπτες.
Με σύντομο λόγο πήραμε μια εικόνα μιας ορεινής περιοχής, με τις ασχολίες τους, τα καλά μα και τις δυσκολίες που σίγουρα αντιμετωπίζει. Όμως είναι βέβαιο πως η ζωή της υπαίθρου είναι πιο ελεύθερη, πιο παραγωγική, οπωσδήποτε δύσκολη, όμως ποτέ αποστρέψιμη.