Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα που προκύπτει από τις απαντήσεις των υπηρεσιών του Υπ. Παιδείας πως τίποτα δεν έγινε σωστά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου περιλαμβάνει κατά σειρά τις εξής ενέργειες:
Να ζητήσει από τη ΔΔΕ στοιχεία για το μαθητικό δυναμικό, καθώς και τον αριθμό των εκπαιδευτικών των δύο υπαρχόντων σχολείων, αλλά και το αναμενόμενο μαθητικό δυναμικό και των εκπαιδευτικών των Προτύπων σε ορίζοντα πενταετίας. Να αποστείλει φάκελο με αίτημα εκπόνησης κτιριολογικών προγραμμάτων στο Υπουργείο με σκοπό τη διερεύνηση της δυνατότητας συστέγασης.
Να συγκαλέσει την αρμόδια Επιτροπή Καταλληλότητας, η οποία με βάση τα ενδεικτικά κτιριολογικά προγράμματα που θα αποστείλει το Υπουργείο και μετά από αυτοψία στις σχολικές δομές θα κρίνει περί της δυνατότητας συστέγασης. Να αποστείλει στο Υπουργείο το θετικά εισηγούμενο πρακτικό καταλληλότητας. Στη συνέχεια να εισηγηθεί η Επιτροπή Παιδείας του Δήμου τη συστέγαση, να ληφθεί η απόφαση και να υπογραφεί από τον δήμαρχο.
Τι ακριβώς έγινε στην περίπτωσή μας; Χωρίς καμία μελέτη η πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου αποφάσισε τη συστέγαση! Πήγαν περίπατο η διασφάλιση της ορθής και ασφαλούς λειτουργίας των σχολικών μονάδων, οι επαρκείς χώροι, η αποφυγή συγκρούσεων και ο ορθός προγραμματισμός κάλυψης των αναγκών των σχολείων.
Μπροστά, δηλαδή, στις ιδεοληψίες και με μια αφόρητη αλαζονεία, ελαφρά τη καρδία, πήραν μια απόφαση που δε στηρίζεται σε κανένα αντικειμενικό υπόβαθρο. Οδηγούμαστε σε αδιέξοδο εξαιτίας ενός παράλογου συλλογισμού, σύμφωνα με τον οποίο μία σχολική μονάδα απαιτεί μόνο αίθουσες διδασκαλίας και όχι κατ’ ανάγκη νόμιμους και ασφαλείς χώρους, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, γραμματεία, αίθουσες ξένων γλωσσών, κοινόχρηστους χώρους, εργαστήρια Εικαστικών, Μουσικής, Φυσικών Επιστημών, Τεχνολογίας με σωστές προδιαγραφές χώρων κ.λπ.
Εκπαιδευτικοί, μαθητές και μαθήτριες, γονείς, διατυπώσαμε τις ενστάσεις μας, τους φόβους μας και αντικρούσαμε στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου τον παραπάνω συλλογισμό με επιχειρήματα. Αυτό που εισπράξαμε από τη Δημοτική Αρχή ήταν οι χαρακτηρισμοί προς όλους εμάς ότι είμαστε φιλοξενούμενοι στο δημαρχείο κι ότι είμαστε συντεχνία…
Εξάλλου, το Ενδεικτικό Κτιριολογικό Πρόγραμμα που εκπόνησε η αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου μετά την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αναφέρει με σαφήνεια πως οι συνολικοί χώροι των δύο υπαρχόντων σχολείων υπολείπονται των αναγκαίων. Με ποια λογική, λοιπόν, σε αυτούς τους χώρους θα συστεγαστούν ακόμα δύο σχολεία; Και μην πει κανείς πως είναι προσωρινή η συστέγαση, γιατί όλοι γνωρίζουν πως ούτε σχεδιασμός για νέο κτίριο υπάρχει ούτε νέο σχολείο φτιάχνεται σύντομα… Καταλαβαίνει, επομένως, ο καθένας τη σκοπιμότητα της «προσωρινής» λύσης!
Οφείλουν, όμως, οι αρμόδιοι να γνωρίζουν πως δεν πρόκειται να αναλάβουν άλλοι τις ευθύνες που τους αναλογούν. Για ό,τι συμβεί σε μια έκτακτη περίπτωση, όπως σεισμός ή φωτιά, χωρίς να έχουν διασφαλιστεί οι συνθήκες ασφάλειας ή σε ενδοσχολικές συγκρούσεις που θα οφείλονται στη συστέγαση, υπεύθυνοι θα είναι όσοι βάλουν την υπογραφή τους. Και τα ονόματά τους θα είναι γνωστά στην κοινωνία. Η λογική και η αλήθεια δεν μπαζώνονται.
Ούτε είναι αποδεκτή η μομφή πως όλοι όσοι λογικά αντιδρούν σε αυτόν τον σχεδιασμό είναι ενάντια στη συμπερίληψη. Είναι πραγματικά αστείο να το λένε όσοι θέλουν να διαχωρίσουν τους μαθητές σε «άριστους» και στους υπόλοιπους «κατώτερους» μαθητές.
Μένει, επίσης, να απαντηθεί από κάποιον υπέρμαχο των Προτύπων τι θα κερδίσει η εκπαιδευτική διαδικασία στο σύνολό της αν υλοποιηθεί ο σχεδιασμός για φοίτηση 750 μαθητών και μαθητριών στα Πρότυπα στην πλήρη ανάπτυξή τους όπως σχεδιάζουν. Θεωρητικά, οι 750 «καλύτεροι» μαθητές και μαθήτριες από όλα τα σχολεία, της πόλης κυρίως, θα φοιτούν στα Πρότυπα. Αυτό θα αποδυναμώσει ή όχι την εκπαιδευτική διαδικασία στα υπόλοιπα σχολεία; Υπενθυμίζω και την επιθυμία της ηγεσίας του Υπουργείου για αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών με βάση τις επιδόσεις των μαθητών και μαθητριών. Οπότε το θέμα δεν αφορά αποκλειστικά τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τις μαθήτριες και τους γονείς των δύο σχολείων, αλλά το σύνολο τους.
Παραλείπω στο παρόν άρθρο τη «χρησιμότητα» των Πρότυπων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Oι εκπαιδευτικοί, οι ομοσπονδίες τους, κάτι παραπάνω γνωρίζουν και διαφωνούν με αυτόν τον θεσμό από αυτούς που ακούν τη λέξη Πρότυπο και νομίζουν ότι θα στείλουν τα παιδιά τους σε κάποιο δήθεν ανώτερο σχολείο. Το μόνο στο οποίο συμβάλλουν τα «Πρότυπα» είναι η κατηγοριοποίηση των σχολείων, με όλα τα αρνητικά επακόλουθα για το σύνολο των μαθητών και μαθητριών και των οικογενειών τους.