Γιατί εδώ, πριν πολλές δεκαετίες, ήταν ο χώρος του αλωνισμού. Μολονότι η οικιστική ανάπτυξη άλλαξε το τοπίο, η περιοχή εξακολουθεί να έχει την ίδια ονομασία.
Πολύ παλιά τη δεκαετία του ‘50, την εποχή του θεριζο-αλωνισμού, τότε που άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες μηχανές…, οι χωρικοί με τα κάρα τους κουβαλούσαν απ’ τα σταροχώραφα τα δεματιασμένα στάχια και τα σώριαζαν εδώ, όπως γινόταν και την εποχή του αλωνίσματος με τη δοκάνι… Οι σωροί αυτοί είχαν διάφορα σχήματα και ονομάζονταν θημωνιές. Τοποθετούνταν με τάξη η μία πίσω από την άλλη, σε παράλληλες σειρές και απέχουσες, τόσο μεταξύ τους, ώστε να χωράει ανάμεσά τους η αλωνιστική μηχανή.
Το καλοκαίρι τ’ «Αλώνια» και οι θημωνιές ήταν τόπος χαράς και παιχνιδιού για τα παιδιά. Έτρεχαν και έπαιζαν κρυφτό, κυνηγητό και άλλα παιχνίδια που αυτοσχεδίαζαν και επινοούσαν εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έκαναν βουτιές και τούμπες μέσα σ’ αυτές, γεμίζοντας το σώμα τους με άγανα, που προκαλούσαν φοβερή φαγούρα.
Όταν στ’ αλώνια ήταν όλα έτοιμα, ερχόταν η αλωνιστική μηχανή, γνωστή στους παλιούς ως «πατόζα». Αυτή δεν ήταν αυτοκίνητη, αλλά κινιότανε και λειτουργούσε με τη βοήθεια ενός τρακτέρ. Ένας ιμάντας έπαιρνε κίνηση απ’ αυτό και τη μετέδιδε στη μηχανή με την οποία ήταν συνδεδεμένος.
Η αλωνιστική μηχανή την ώρα που δούλευε απασχολούσε έναν ορισμένο αριθμό εργατών. Ένας εξ αυτών ανεβασμένος πάνω στη θημωνιά έριχνε κάτω τα δεματιασμένα στάχυα.
Άλλος τοποθετούσε αυτά ένα-ένα στο ανεβαστήρι, που τα έφερνε πάνω στη μηχανή και εκεί άλλος εργάτης κόβοντας τα σχοινιά που κρατούσαν δεμένα τα στάχυα τα έριχνε στο στόμιο της μηχανής. Στη συνέχεια η αλωνιστική ξεχώριζε τον καρπό από το άχυρο και τον μάζευε μέσα σε σάκους, που ήταν προσαρμοσμένοι στα σημεία εκείνα της μηχανής απ’ όπου έβγαινε το σιτάρι. Εκεί, ένας εργάτης παρακολουθούσε το γέμισμα των σάκων, έδενε τα στόμιά τους και κατόπιν στοιβάζονταν, ζυγίζονταν και παραδίδονταν στους δικαιούχους, που τους μετέφεραν στις αποθήκες τους.
Το άχυρο που έβγαινε από μια μεγάλη χοάνη της μηχανής, πέφτοντας κατά γης σχημάτιζε σωρούς που έμοιαζαν με θίνες. Ένα μέρος αυτού το έδεναν μπάλες, ενώ τη μεγαλύτερη ποσότητα την κουβαλούσαν χύμα οι αγρότες με τα κάρα τους με τη βοήθεια καλαμωτών που έφτιαχναν οι ίδιοι… Το καραβάνι αυτό των τροχοφόρων μετέφερε το άχυρο στους αχυρώνες των παραγωγών. Το σκηνικό αυτό παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση στα μικρά παιδιά, που με τα παιχνίδια τους παρίσταναν τη διαδικασία μεταφοράς του άχυρου απ’ τα αλώνια στο χωριό.
Όταν οι αγρότες με τα κάρα φορτωμένα έφταναν στα σπίτια τους αποθήκευαν το άχυρο στους αχυρώνες. Με τα καρπολόγια το έριχναν, από ένα παράθυρο, μέσα σ’ αυτούς, ενώ μικρά παιδιά το πατούσαν για να μπορέσει να χωρέσει όλη η ποσότητα. Η δουλειά αυτή για τα παιδιά ήταν ένα παιχνίδι. Τραγουδούσαν και χόρευαν πάνω στ’ άχυρα. Μερικές, όμως, φορές οι μεγάλοι, άθελά τους, έριχναν το άχυρο πάνω στα κεφάλια τους. Έτσι, όταν η εργασία τελείωνε και έβγαιναν από τους αχυρώνες το σώμα τους και ιδιαίτερα τα πρόσωπό τους ήταν καλυμμένα από άχυρο, τόσο που να μην μπορεί κανείς εύκολα να τα γνωρίσει.
Το άχυρο αυτό οι χωρικοί το χρησιμοποιούσαν ως ζωοτροφή, γιατί τότε το κάθε νοικοκυριό είχε τουλάχιστον δύο ζώα για τις εργασίες του: το άλογο και το γαϊδούρι. Σήμερα, τα δύο αυτά ζωικά είδη έχουν εκλείψει. Τη θέση τους έχουν πάρει το τρακτέρ και το αγροτικό αυτοκίνητο και το άχυρο δε χρησιμοποιείται όσο κάποτε.
Το τοπίο στ’ αλώνια, όπως και στην αρχή τονίσαμε, έχει αλλάξει. Η απλωσιά δεν υπάρχει. Οι θημωνιές έχουν εκλείψει και τα παιδιά δεν παίζουν πια, όπως τον παλιό καλό καιρό. Στο μέρος αυτό έχουν κτιστεί σπίτια, έχει κατασκευαστεί ένα μεγαλόπρεπο κτίριο που στεγάζει το γυμνάσιο του χωριού και εκείνο που έχει απομείνει είναι μόνο το όνομα «Αλώνια». Για να μην ξεχνούν οι παλιοί τον αγώνα που έκαναν και τον ιδρώτα που έχυναν μαζί με τους γονείς τους για να εξοικονομούν το ψωμί της χρονιάς, αλλά και να μαθαίνουν οι νεότεροι τα στάδια απ’ όπου πέρασε η ελληνική γεωργία για να φτάσει στην τωρινή της μορφή.
Σήμερα, «πατόζες» δεν υπάρχουν, γιατί ο θεριζο-αλωνισμός γίνεται στο χωράφι από σύγχρονες μηχανές και η ζωή του αγρότη βελτιώθηκε σημαντικά. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να είναι δύσκολη. Η εκμηχάνιση και οι σύγχρονες απαιτήσεις της γεωργίας έχουν αυξήσει τα έξοδα και έχουν συμπιέσει το κέρδος, με αποτέλεσμα καθημερινά να δίνει μάχη για την επιβίωσή του.