Μεταξύ των τομέων που είχαν μελετηθεί ήταν και ο Πρωτογενής Τομέας της Γεωργίας (ΠΤΓ), με συντονιστή τον ακαδημαϊκό, πρ. πρύτανη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, δρ. Ανδρέα Καραμάνο.
Σε παλαιότερο άρθρο μας («ΕτΔ», 20-3-23) είχαμε παρουσιάσει τα συμπεράσματα της μελέτης της ΕΜΕΚΑ για την Κλιματική Αλλαγή (Κ.Α.) και τις επιπτώσεις της. Σε άλλο, όμως, πιο πρόσφατο άρθρο («ΕτΔ», 8-1-24), αναδείξαμε τις σημαντικές διαφορές στα συμπεράσματα της μελέτης εκείνης και της επικαιροποίησής της που έγινε μέσω νέας μελέτης της Ακαδημίας Αθηνών σε θέματα του ΠΤΓ, η οποία παρουσιάσθηκε δημόσια στις 15-2-23 (αναφορά 2). Οι διαφορές αυτές αφορούν βασικές καλλιέργειες της Θεσσαλίας, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι και το βαμβάκι. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης της ΕΜΕΚΑ του 2011, κάτω από όλα τα εξεταζόμενα σενάρια εξέλιξης του κλίματος, το πιο ανθεκτικό από τα φυτά που καλλιεργούνται στη Θεσσαλία θα ήταν το βαμβάκι (στο χειρότερο σενάριο προβλεπόταν μείωση μέχρι 10% και στο καλύτερο αύξηση μέχρι και περισσότερο του 10%), το πιο ευαίσθητο το σιτάρι (στο καλύτερο σενάριο δε θα υπήρχε μεταβολή στην απόδοση και στο χειρότερο προβλεπόταν μείωση μεγαλύτερη του 10%) και λιγότερο ευαίσθητο εμφανιζόταν το καλαμπόκι (προβλεπόταν σχεδόν σε όλα τα σενάρια αύξηση μέχρι και 10%)». Αυτά τα ευρήματα ήταν σύμφωνα με τη φυσιολογία των φυτών αυτών, δεδομένου ότι τα φυτά βαμβάκι και καλαμπόκι ανήκουν στην κατηγορία C4, που είναι πιο ανθεκτικά στην Κ.Α. σε σύγκριση με τα φυτά της κατηγορίας C3, στην οποία ανήκει το σιτάρι. Όμως, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη μελέτη του 2022, οι προβλέψεις είναι τελείως διαφορετικές, αφού στο ήπιο σενάριο εξέλιξης του κλίματος (RCP4.5) η απόδοση του καλαμποκιού θα μειωθεί έως 29%, του βαμβακιού μέχρι 30%, αλλά θα αυξηθεί η απόδοση του σιταριού μέχρι 69% στο τέλος του αιώνα στο ακραίο σενάριο (RCP8.5). Σε ρηχά και επικλινή εδάφη θα εκμηδενιστούν ουσιαστικά οι αποδόσεις του βαμβακιού και του αραβοσίτου, αλλά θα διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι αποδόσεις του σιταριού σε ρηχά και επικλινή εδάφη έως το τέλος του αιώνα.
Στην ενδιαφέρουσα ημερίδα που διοργάνωσε το Παράρτημα Κεντρικής Ελλάδας του ΓΕΩΤΕΕ, η ΠΟΣΓ και ο Γεωπονικός Σύλλογος στις 14-5-24 στο «Χατζηγιάννειο», ο κεντρικός εισηγητής Ανδρέας Καραμάνος παρουσιάζοντας τη μελέτη της Ακαδημίας Αθηνών (αναφορά 2) επιβεβαίωσε τις διαφορές που παρουσιάστηκαν παραπάνω και στη συζήτηση που ακολούθησε αναδείχθηκε το ζήτημα της σημαντικής διαφοράς μεταξύ των δύο μελετών που αναδεικνύει την αξιοπιστία των μοντέλων που χρησιμοποιούνται στις διάφορες μελέτες. Και αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όταν η χρήση των μοντέλων δε γίνεται μόνο για καθαρά επιστημονικούς και ερευνητικούς σκοπούς, αλλά όταν αυτά χρησιμοποιούνται για μελέτες στις οποίες βασίζεται η λήψη σοβαρών αποφάσεων και νομοθετούνται σχετικά μέτρα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η νομοθέτηση του ΕΣΠΚΑ (ν. 4416/2016) που βασίστηκε στις εκτιμήσεις της μελέτης της ΕΜΕΚΑ του 2011, τα αποτελέσματα της οποίας, σε ό,τι αφορά τις βασικές καλλιέργειες της Θεσσαλίας, ανατράπηκαν με τη μετέπειτα μελέτη της Ακαδημίας Αθηνών. Διερωτάται, λοιπόν, κανένας ποια θα είναι η τύχη των μέτρων που νομοθετήθηκαν για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο (ΠεΣΠΚΑ), τα οποία (υποτίθεται ότι) υλοποιούνται. Πού θα βασιστεί η περίφημη αναδιάρθρωση των καλλιεργειών που στο επίκεντρο έχει βασικές από οικονομική πλευρά καλλιέργειες, όπως το βαμβάκι, το σιτάρι και το καλαμπόκι, όταν με βάση την πρώτη μελέτη το βαμβάκι και το καλαμπόκι θα «αντέξουν» περισσότερο στην Κ.Α. έναντι του σιταριού, για το οποίο αναμένεται να μειωθεί δραματικά η απόδοσή του, ενώ με τη νέα μελέτη αυτή η πρόβλεψη αντιστρέφεται; Αυτό κατά την άποψή μας είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει την Πολιτεία.
Σε σχετική ερώτηση στην προαναφερθείσα εκδήλωση ο καθηγητής Α. Καραμάνος απάντησε ότι του προξένησαν και του ίδιου έκπληξη τα νέα ευρήματα και διατύπωσε την εκτίμηση ότι οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο μελετών κάτω από τα ίδια σενάρια εξέλιξης της ανάπτυξης πιθανόν να οφείλονται στο ότι, αν και για την πρόβλεψη των αποδόσεων των καλλιεργειών χρησιμοποιήθηκε το ίδιο μοντέλο (Aqua Crop) και στις δύο μελέτες, σε ό,τι αφορά τις μετεωρολογικές προβλέψεις, χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά μοντέλα.
Τι πρέπει, όμως, να γίνει για να αντιμετωπιστούν αυτές οι επισφάλειες που δημιουργούνται από την έλλειψη πραγματικών στοιχείων που θα τροφοδοτήσουν κατάλληλα μοντέλα για προβλέψεις, πάνω στις οποίες υποχρεωτικά θα βασιστεί ο σχεδιασμός των πολιτικών και των μέτρων για τον μετριασμό και την προσαρμογή στην Κ.Α. στον ΠΤΓ; Η καλύτερη οργάνωση συλλογής, διαχείρισης και αξιολόγησης των σχετικών με την Κ.Α. παραμέτρων που πρέπει να προκύψει από τη συνεργασία των συναρμόδιων φορέων (ΥΠΑΑΤ, ΥΠΕΝ) είναι προφανής.
Παράλληλα, όμως, πρέπει να αναδειχθεί η ιδιαίτερη σημασία που αποκτά στην παρούσα φάση η αγροτική έρευνα, η οποία πρέπει να ενισχυθεί όσο γίνεται περισσότερο καταγράφοντας, μελετώντας και ερευνώντας όλα τα σχετικά ζητήματα. Η ανάγκη επανίδρυσης του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) που θα διοικείται με σύγχρονα αντικειμενικά, αξιοκρατικά και καθαρά επιστημονικά κριτήρια και όχι με τα μέχρι σήμερα αναξιοκρατικά, κομματικά και πελατειακά, μοιάζει να είναι τελείως απαραίτητη επιλογή. Τα όσα συμβαίνουν δυστυχώς αυτήν την περίοδο στον φορέα που εμπεριέχει την αγροτική έρευνα (ΕΛΓΟ) με τις καταγγελίες του «παραιτούμενου» προέδρου, ο οποίος αυτοαξιολογούμενος θεωρεί ότι «δικαιούται» τη θέση, αποσιωπώντας, όμως, ότι δέχεται ότι η θέση αυτή πρέπει να δίνεται σε άτομα που ανήκουν στο κόμμα που κάθε φορά κυβερνά, αποδεικνύουν ακριβώς την ανάγκη αυτήν.Αναφορές: 1) ΕΜΕΚΑ 2011. «Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπλώσεις της Κ.Α. στην Ελλάδα». 2) Καραμάνος και συν. 2022. Εκτιμήσεις των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής στους εδαφικούς πόρους και στις αροτραίες καλλιέργειες της Θεσσαλίας. Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 78 ΤτΕ.