α) Η ανάγκη αληθινού ανθρώπου.
- «Θέλεις υγιής γενέσθαι;» ρώτησε ο Κύριος έναν παράλυτο, που για 38 χρόνια βρισκόταν ξαπλωμένος σ’ ένα κλινίδιο, ευρισκόμενο στις 5 στοές της κολυμβήθρας Βηθεσδά, περιμένοντας κάποιον άνθρωπο, που θα τον έβαζε πρώτο στο νερό της κολυμβήθρας εκείνης, ταρασσόταν από κάποιον Ἀγγελο, για να θεραπευτεί:
- Κύριε, αποκρίθηκε τότε εκείνος, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα βάλη με…
Από τα λόγια αυτά φαίνεται ότι ο παράλυτος είχε ανάγκη από έναν αληθινό άνθρωπο, που να καταλαβαίνει τον πόνο του και να θυσιάζεται γι’ αυτόν, βοηθώντας αποφασιστικά.
Μα υπάρχουν, θα έλεγε κανένας τέτοιοι αληθινοί άνθρωποι; Κατά τη μαρτυρία των αρχαίων προγόνων μας τέτοιος άνθρωπος δεν υπήρχε πουθενά, εφόσον ο Διογένης έψαχνε το καταμεσήμερο να τον βρει, έχοντας αναμμένο το φανάρι του και λέγοντας: «Άνθρωπον ζητώ» και δεν τον έβρισκε.
Στην Παλαιά Διαθήκη, βέβαια, αναφέρονταν πολλοί άνθρωποι του Θεού, που βοηθούσαν τους συνανθρώπους τους, όπως ήταν ο Αβραάμ, ο Τωβίτ, οι Προφήτες κ.ά. Παρόλα αυτά, όμως, είχαν και αυτοί κάποια ελαττώματα, γιατί δεν ήταν τέλειοι.
Για τούτον τον τύπο του αληθινού ανθρώπου, του τελείως αναμάρτητου, τον φανέρωσε στον κόσμο ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός με τη ζωή και τα έργα του πρώτα και ύστερα με τα λόγια Του. Για τον λόγο αυτόν ο λαός, που έτρεχε να τον ιδεί και να ακούσει τα θεϊκά λόγια Του, άλλοτε έλεγε ότι «ουδέποτε ούτως είδομεν» και άλλοτε «ουδέποτε ούτως ηκούσαμεν».
Για τον λόγο αυτόν μία τέτοια αγάπη, κατά τον Απόστολο Παύλο, πρέπει να «συνέχην και όλους τους Χριστιανούς» (2 Κορ. 5,14), ώστε να δείχνουμε πρωταρχικά την αγάπη προς τα πλέον αρρωστημένα και δυστυχισμένα μέλη της κοινωνίας. Ο ίδιος μάλιστα ο Απόστ. Παύλος κάνει λόγο για ένα «παροξυσμόν αγάπης και αγαθών έργων» (Εβρ. 10,24), που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε χριστιανό. Σ’ αυτόν τον παροξυσμό οδηγούνται κατά κανόνα πάντοτε οι πιο ταπεινοί χριστιανοί, εφόσον, κατά τον ποιητή Παλαμά,
«η αγάπη μένει αιώνια
ταπεινών συντροφιά
πονεμένων συμπόνια».
β) Ο φθόνος των Φαρισαίων.
Βλέποντας οι Φαρισαίοι το θεραπευμένο με το κλινίδιο στον ώμο του είπαν:
- «Σάββατον εστιν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράββατον».
- Ο ποιήσας με υγιή, αποκρίθηκε εκείνος, εκείνος μοι είπεν∙ άρον τον κράββατόν σου…
- «Ποιος είναι αυτός, που σου το είπε» τον ξαναρώτησαν. Αυτός, όμως, δεν ήξερε τι να απαντήσει, γιατί ο Χριστός μετά το θαύμα είχε εξαφανιστεί.
- Μα θα έλεγε κανένας, γιατί οι Φαρισαίοι υπερτόνιζαν τους τύπους και δεν έβλεπαν την ουσία των πραγμάτων; Η απάντηση εδώ βρίσκεται στη διαστροφή τους, που έπαθαν εξαιτίας του φθόνου τους προς τον Κύριο και τον «αθεράπευτον» εγωισμού τους. Ο Κύριος, όμως, έδωσε και σ’ αυτούς το φάρμακο για την πνευματική τυφλότητα και διαστροφή τους, λέγοντας ότι «Το Σάββατον εγένετο διά τον άνθρωπον και ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον». Έπρεπε, δηλαδή, να βλέπουν και να τοποθετούν αξιολογικά το κάθε πράγμα στη θέση του, τοποθετώντας την αγάπη πάνω από κάθε τύπο. Για να γίνει, όμως, το πιο πάνω, έπρεπε και αυτοί να γνωρίσουν την Αλήθεια, που ήταν και είναι ο Χριστός και να πιστέψουν…, για να ανοίξουν τα μάτια τους και να ακολουθήσουν τον δρόμο, που έδειξε Εκείνος, που είναι Αγάπη.
Αυτόν τον δρόμο, όμως, τον έβλεπαν και τον ακολουθούσαν οι άγιοι της Εκκλησίας και ιδιαίτερα ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων, που για τούτο στα κηρύγματά του βροντοφώναζε, κατά τον ιερό Αυγουστίνο, πάντοτε, το θεόπνευστο λόγιο του Αποστόλου Παύλου, ότι
«το μεν γράμμα αποκτείνει,
το δε πνεύμα ζωοποιεί».
γ) Η αναγκαιότητα της απομάκρυνσης από την αμαρτία.
Ύστερα από τα πιο πάνω, ο θεραπευμένος κατευθύνθηκε προς τον ναό των Ιεροσολύμων, όπου τον συνάντησε ο Κύριος και του είπε: - «Μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον τί σοι γένηται».
- Μα, θα έλεγε κανένας, τι χειρότερο μπορούσε να πάθει;
- Να χάσει, απαντά ο ιερός Χρυσόστομος, «ψυχήν και σώμα εν γένη», δηλαδή να κολάζεται όχι μονάχα στο σώμα, αλλά και στην ψυχή αιώνια.
- Μα τι είναι, θα έλεγε κανένας, η αμαρτία, που φέρνει τόσο τρομερά αποτελέσματα;
Κατά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας αμαρτία είναι ό,τι απομακρύνει από τον Θεό και υποδουλώνει στον σατανά, δηλαδή ό,τι αντίθετο.
- Είναι ακόμα κάτι που καίει εσωτερικά τον άνθρωπο εξαιτίας των αφόρητων τύψεων.
- Είναι ότι θανατώνει πνευματικά τον άνθρωπο όχι μονάχα στο σώμα με τις ασθένειες, αλλά και στην ψυχή, όπως διαβεβαίωσε ο Κύριος.
- Είναι κατά το Μ. Βασίλειο, νόσος προ θάνατον, ή ένα Saltus mortale (πήδημα θανάσιμο), όπως έλεγαν οι Λατίνοι.
Από αυτήν την αμαρτία πρέπει κάθε πιστός να φεύγει μακριά, όπως φεύγει από τα δήγματα όφεως, με την έμπρακτη μετάνοια, γιατί έν όσω χρόνω ζει, ποτέ δεν είναι αργά, για να μετανοήσει.
«Είναι αργά ποτέ μην πεις
ό,τι κι αν σου συμβαίνει
και με την πίστη στην καρδιά
Εκείνον να γυρέψεις.
Εκείνον που και το ληστή
μ’ όλα τα κρίματά του,
γιατί είχε μία καρδιά πιστή,
τον κάλεσε κοντά Του».