Ο «Γέρος του Μοριά» ήταν ένας σημαντικός παράγοντας της Επανάστασης του 1821. Ο πατέρας του Κωνσταντής Κορίνθου σκοτώθηκε από τους Τούρκους σε ηλικία 33 ετών μαζί με τα αδέρφια του Γεώργιο και Αποστόλη. Ο γιος του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν τότε 10 ετών και όταν έγινε 15 ετών ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και έγινε πότε αρματολός και πότε κλέφτης αγωνιζόμενος κατά των Τούρκων κατακτητών για την απελευθέρωση της πατρίδας της Ελλάδας. Ήταν 20 ετών όταν παντρεύτηκε την Κατερίνα Καρούτσου, με την οποία απέκτησαν 3 γιους και 3 κόρες. Τον Πάνο το 1800, που σκοτώθηκε από έναν άγνωστο στις 21 Νοεμβρίου 1824, τον Ιωάννη ή Γενναίο όπως τον αποκαλούσαν, που γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1804. Ο Ιωάννης «…μετά την Επανάσταση έγινε φίλος του Καποδίστρια στην Κέρκυρα. Κατά τον Σεπτέμβριο του 1833 εφυλακίσθη υπό της Αντιβασιλείας, αλλά δεν καταδικάστηκε. Το 1835 αναγνωρίστηκε συνταγματάρχης και το 1836 προσελήφθηκε υπασπιστής του βασιλέως Όθωνος… Το 1841 εγένετο υποστράτηγος, το 1843 σταβλάρχης και γερουσιαστής. Κατά το αυτό έτος κατέπνιξε το κίνημα του Παπουλάκου… Το 1862 ύπηρξε πρωθυπουργός και εις μάτην ηγωνίσθη να σώσει τον Όθωνα επί του θρόνου. Μετά την έξωσην αυτού έφυγεν εις την Ιταλία, επανελθών δε εις Αθήνας διορίστηκε υπό του Γεωργίου Α’ πρόεδρος της Επιτροπής του Αγώνος. Απέθανε την 20ή Μαΐου 1868. Εκ του γάμου του μετά της Φωτεινής, αδερφής του Κίτσου Τζαβέλλα, κατέλιπεν έναν ιοονόματι Θεόδωρο και πέντε θυγατέρες» (Βιβλ. 1, σελ. 28).
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο τρίτος γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που και αυτός ακολούθησε τον πατέρα του και κατετάγη στον στρατό. Με τον βαθμό του υπολοχαγού στάλθηκε στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές και το 1843 παντρεύτηκε τη Ραλλού Καρατζά. Το 1844 έγινε υπουργός Δικαιοσύνης και το 1848 υπουργός Εξωτερικών και απεβίωσε το 1849. Εν τω μεταξύ, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης όταν αποφυλακίστηκε από το Παλαμίδι γνωρίστηκε με μία ωραιοτάτη καλόγρια και απέκτησε και άλλο εξώγαμο γιο, τον Πάνο Β’ ή Κολίνο, το 1838. Κατετάγη και αυτός στον στρατό και όταν πήρε τον βαθμό του συνταγματάρχη ανέλαβε τη διοίκηση του Πυροβολικού Σώματος. «Αμεμίχθει και εις την πολιτικήν ως εκπρόσωπος Αρκαδίας. Διοργάνωσε την Σχολή των Ευελπίδων, της οποίας υπήρξε διοικητής κατά την περίοδο 1881- 1885. Επί πολλά έτη διετέλεσε και υπασπιστής του Γεωργίου Α’. Απέθανε το 1893» (Βιβλ. 1, σελ. 28).
Οι ομάδες των Κλεφτών στην Πελοπόννησο με πρωταγωνιστή τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που ο αριθμός τους έφτανε τις 3.000 περίπου και είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων στρατιωτών, ανάγκασε τον σουλτάνο από την Κωνσταντινούπολη να εκδώσει διάταγμα για την εξόντωσή τους. Επειδή το διάταγμα στοχοποιούσε τους Κολοκοτρωναίους, ο Θεόδωρος έφυγε από την Πελοπόννησο και πήγε στη Ζάκυνθο. Εκεί εντάχθηκε στον αγγλικό στρατό και έφτασε μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη το 1810. Στη Ζάκυνθο ο «Γέρος του Μοριά» έμαθε να γράφει και να διαβάζει και απάντησε αρνητικά στην πρόταση των Ρώσων για συνεργασία με αυτούς και ενάντια στον Ναπολέοντα. Δικαιολογήθηκε, όμως, ότι σκοπεύει να επιστρέψει στη Μάνη και να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Το σημαντικότερο, όμως, γεγονός είναι ότι στη Ζάκυνθο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έμαθε τη μέρα έναρξης της Επανάστασης που ήταν η 25η Μαρτίου 1821. Πριν φύγει για τη Μάνη επισκέφτηκε στην Κέρκυρα τον Ιωάννη Καποδίστρια και ανέλυσαν τα μελλοντικά σχέδια του αγώνα για την απελευθέρωση από τους Τούρκους.
Η πρώτη επιτυχία του αγώνα ξεκίνησε από την κατάληψη της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821. Οι οπλαρχηγοί της Καρύταινας στις 28 Απριλίου 1821 ανακήρυξαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού και στις 26 Σεπτεμβρίου 1821 κατέλαβαν την Τρίπολη, που ήταν και όνειρο του Κολοκοτρώνη. Η μεγαλύτερη, όμως, νίκη του Κολοκοτρώνη κατά των Τούρκων ήταν η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια της Πελοποννήσου στις 25-27 Ιουλίου 1822.
Τον ήρωα αυτό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, που πρόσφερε τόσα πολλά στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας μας, καταδίκασε σε θάνατο η τριμελής αντιβασιλεία του Όθωνα, ο Άρμανσμπεργκ, ο Μάουρερ και ο Είντεκ. Γραμματέας Δικαιοσύνης της Επικράτειας ήταν ο Κωνσταντίνος Σχινάς. Η έναρξη της δίκης που διεξήχθη στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου έγινε στις 30 Απριλίου 1834 και η απόφαση βγήκε στις 25 Μαΐου 1834 και η κοινοποίησή της έγινε στις 26 Μαΐου.
Πρόεδρος των δικαστών ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και οι άλλοι τέσσερις ήταν ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης. Την απόφαση των δικαστών δεν την υπέγραψαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης και έτσι, με την πλειοψηφία των τριών ανακοινώνεται η απόφαση. «1. Ο Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας…
2. Η παρούσα απόφασις θέλει εκτελεσθή εις την εκτός του Φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν.
3. Οι καταδικασθέντες κρίνονται άξιοι της βασιλικής χάριτος, την οποία θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριον από την Αυτού Μεγαλειότητα.
4. Αναβάλλεται η εκτέλεσις της παρούσης αποφάσεως μέχρι της εκβάσεως της περί της χάριτος αιτήσεως.
5. Ο Επίτροπος της Επικρατείας να εκτελέσει την παρούσα απόφασιν.
6. Αντίγραφον αυτής να κοινοποιηθεί εις τον Επίτροπον της Επικρατείας». (Βιβλ. 2, σελ.148).
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου αναφώνησε: « Κύριε ελέησον. Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου». Ο στρατηγός Πλαπούτας που είχε 7 κόρες και έναν γιο έβαλε τα κλάματα και ο Κολοκοτρώνης έσπευσε να τον παρηγορήσει: « Βρε συ δεν ντρέπεσαι! Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουράγιο ξάδερφε! Το όνειρό μας ήταν να ελευθερώσουμε την σκλαβωμένη μας πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς το χρέος μας το κάναμε, και αυτοί ας μας καταδικάζουν» (Βιβλ. 2, σελ. 150).
Τρεις μέρες μετά ο Όθωνας μετέτρεψε τη θανατική ποινή σε 20ετή κάθειρξη και όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε στις 20 Μαΐου 1835, τους έδωσε χάρη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1) Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «ΗΛΙΟΥ», Τόμος 11, Αθήνα 1957.
2) Οι Μεγάλες Δίκες – Η δίκη του Κολοκοτρώνη, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία Ιστορικά, Τόμος 4, Αθήνα, 2011.