Κατ’ αρχάς, πρέπει να ξέρουμε ότι στην Ευρώπη υπάρχει ελληνική εκπαίδευση δύο ταχυτήτων: μία όλων των υπολοίπων χωρών και μία της Γερμανίας. Στα υπόλοιπα – πλην Γερμανίας – ευρωπαϊκά κράτη λειτουργούν Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας σε διάφορες πόλεις, ανάλογα με τον αριθμό των ενδιαφερόμενων μαθητών ανά πόλη ή περιοχή.
Τα ΤΕΓ λειτουργούν συνήθως τα απογεύματα ή τα Σάββατα και διδάσκουν στους μαθητές, οι οποίοι φοιτούν κανονικά στα σχολεία των χωρών όπου κατοικούν, την ελληνική γλώσσα 2-3 ώρες κάθε εβδομάδα.
Στις Βρυξέλλες η ελληνική εκπαίδευση παρέχεται επίσης στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού και πολυπολιτισμικού σχολείου, στο οποίο φοιτούν και Ελληνες μαθητές.
Στη Γερμανία τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πιθανόν λόγω των μεγάλων πληθυσμών μεταναστών, αλλά και των αρχικών διακρατικών συμφωνιών, εκεί σε πολλές πόλεις λειτουργούν ολόκληρα ελληνικά σχολεία και μάλιστα με πολλούς μαθητές. Σχολεία κανονικά, όπως στην Ελλάδα, με σημαία και πρωινή προσευχή.
Τουλάχιστον έντεκα (11) Δημοτικά Σχολεία, οκτώ Γυμνάσια και δέκα Λύκεια αμιγώς ελληνικά, τα οποία συμπληρώνουν επτά δίγλωσσα σχολεία όλων των βαθμίδων και οκτώ Νηπιαγωγεία. Μόνο στο Μόναχο έχουμε τέσσερα Δημοτικά Σχολεία (από πέντε), δύο Γυμνάσια και ένα Λύκειο (μέχρι προ ολίγων ετών είχαμε δύο, αλλά φαγώθηκε από ένα σοβαρό σκάνδαλο). Ως προς τα Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας, στη Γερμανία λειτουργούν (πλέον των παραπάνω σχολείων) σαράντα τέσσερα!
Αν δηλαδή συγκρίνουμε την κατάσταση της Γερμανίας με την αντίστοιχη της Γαλλίας (δεκατρία ΤΕΓ) και του Βελγίου (10 ΤΕΓ, με της Λιέγης να έχει καταργηθεί λόγω έλλειψης Συλλόγου Γονέων), αντιλαμβανόμαστε ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη ουσιαστικά στερούμε τη δυνατότητα από τους ομογενείς μας να μετέλθουν της ελληνικής παιδείας. Τους δίνουμε μόνο την ευκαιρία να μάθουν την ελληνική γλώσσα. Την οποία, αν δεν μιλούν στο σπίτι, προφανώς θα δυσκολεύονται πολύ, καθώς θα τη βλέπουν σαν μία πολύ δύσκολη ξένη γλώσσα.
Ακόμη όμως και στη Γερμανία, στην οποία οι χρηματοδοτήσεις που χρειάζονται είναι συνήθως χαμηλές, γιατί συνεισφέρουν κατά μεγάλο μέρος των δαπανών τα περισσότερα κρατίδια, αυξάνονται πολύ τα προβλήματα εξαιτίας αποκλειστικά της ελληνικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, φέτος έγιναν μόνο 313 αιτήσεις απόσπασης και πολλές αιτήσεις ανάκλησης αποσπάσεων. Φταίνε οι εκπαιδευτικοί για αυτό; Όταν ο μισθός τους στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 1.050 και 1.300€ και το επιμίσθιο εξωτερικού δεν ξεπερνά τα 1.300€, ποιος μπορεί να ζήσει σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, στις οποίες τα ενοίκια μόνο ξεπερνούν τα 1.200-1.500€, με το κόστος ζωής πολύ αυξημένο; Ενώ παλιότερα το ενδιαφέρον για αποσπάσεις στα σχολεία του εξωτερικού ήταν πολύ αυξημένο και αποκλείονταν πολλοί υποψήφιοι, σήμερα παρουσιάζεται μεγάλη διστακτικότητα, απολύτως όμως δικαιολογημένη.
Έτσι όμως δεν είναι δυνατόν να έχουμε ελληνική εκπαίδευση στο εξωτερικό. Για τις περικοπές στις δαπάνες των ελληνικών σχολείων του εξωτερικού έχουμε ακούσει διάφορες ανοησίες ως δικαιολογίες. Όπως, ας πούμε, ότι είμαστε κατά της γκετοποίησης των Ελλήνων(!).
Ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι άλλο το γκέτο και άλλο η έννοια της κοινότητας και της συνοχής βάσει γλώσσας και θρησκείας; Ότι η λειτουργία μεγάλων και υγιών ελληνικών κοινοτήτων αποτελεί ουσιαστικά ομάδα πίεσης για την υπεράσπιση των θέσεών μας στην κάθε χώρα;
Εδώ έχει πολύ ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ζητούν και πολλά παιδιά μεταναστών στην Ελλάδα (π.χ. Αλβανών, Ρουμάνων, Πακιστανών, Νιγηριανών κ.λπ.), τα οποία μετανάστευσαν μετά την κρίση, όπως και τα ελληνόπουλα, σε άλλες χώρες.
Η ελληνική γλώσσα για αυτά είναι σημείο αναφοράς και γλώσσα συνεννόησης μεταξύ τους, όπως και η Ελλάδα, ως χώρα που τους ανέθρεψε, είναι χώρα αναφοράς για αυτούς. Ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι όσοι αλλοδαποί μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα έχουμε αυξημένες πιθανότητες να γίνουν κήρυκες των μηνυμάτων της Ελλάδας και επίσης de facto ομάδες πίεσης για τα εθνικά μας δίκαια;
Κανένας Έλληνας που μεταναστεύει δεν έχει σκοπό να γίνει Γάλλος, Γερμανός, Άγγλος, Αμερικάνος ή να αλλάξει την ελληνικότητά του. Η Ελλάδα όμως πρέπει να αποφασίσει αν θέλει ο ίδιος, τα παιδιά και τα εγγόνια του να παραμείνουν Έλληνες, ώστε να τους παρέχει αυτή τη δυνατότητα. Το κόστος που καλείται η χώρα μας να πληρώσει για τη συντήρηση των σχολείων είναι πολύ μικρό σε σχέση με τα οφέλη που προσφέρει. Διότι, αν δεν τους παράσχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουν ελληνική παιδεία, τότε με βεβαιότητα θα χάσουμε τη δεύτερη κιόλας γενιά των μεταναστών ομογενών μας. Με πολύ μεγάλο κόστος για τη χώρα μας σε πολλά επίπεδα.