Τα χαρμόσυνα αυτά τραγούδια που παραλλάζουν από τόπο σε τόπο, αλλά με βασικό νόημα, έχουν βαθιές ρίζες και συμβολισμούς. Αρκετά τραγούδια αναφέρονται στον Άγιο Βασίλειο και προσδίνουν σ’ αυτόν ορισμένες ιδιότητες.
«Αϊ Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστάει πένα και χαρτί
χαρτί και καλαμάρι
με το ραβδί του ακούμπησε
να πει την αλφαβήτα».
Δηλαδή, ο Άγιος έρχεται από την Καισάρεια, όπου ήταν επίσκοπος στην περιοχή αυτή. Με την ιδιότητα του οδοιπόρου βαστά στα χέρια του ένα ραβδί. Ακουμπώντας μ’ αυτό τη γη για να πει την Αλφα-Βήτα, το κατάξερο ραβδί πετάει χλωρά κλαριά και φύλλα. «...Το ραβδί του ήταν ξερό, χλωρούς βλαστούς πετάει».
Ο συμβολισμός αυτός υπάρχει και στην Π. Διαθήκη, όπου ο Ααρών, αδελφός τού Μωυσή, για να εκλεγεί ανάμεσα στις 12 φυλές τού Ισραήλ αρχηγός, το ραβδί του πέταξε βλαστούς.
«... Και ιδού εβλάστησεν η ράβδος, η Ααρών και εξήνεγκεν βλαστόν και εξήνθησε άνθη και εβλάστησε Καρνα» (Αριθ. κεφ. 17).
Ένα άλλο τέτοιο φαινόμενο υπάρχει στους περσικούς πολέμους, όπου ο Ξέρξης πυρπόλησε την Ακρόπολη και κάηκε και η ελιά. Την επόμενη ημέρα το καμένο απομεινάρι «βλαστόν πηχυαίον» επέταξε.
Μια άλλη παραλλαγή θέλει να βλαστάνει χρυσό δέντρο εκεί που στάθηκε ο Χριστός. «κι εκεί που στάθηκε ο Χριστός, χρυσό δέντρο φυτρώθη, κι εκεί που παραστάθηκε χρυσό κυπαρισσάκι». Εξάλλου ο Αϊ-Βασίλης παρουσιάζεται σαν μικρός μαθητής που κρατά πένα και χαρτί και πηγαίνει στο σχολείο «... Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις; Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω». Ένα άλλο είδος τραγουδιού που υπήρχε στις ορεινές περιοχές του Ολύμπου, της Δυτικής Μακεδονίας, ήταν τα Σούρβα. Το έθιμο αυτό συναντήσαμε το 1980 και στον Έβρο, όπου υπηρετούσα σε σχολείο και το έπαιζαν μαθητές, οι οποίοι κρατούσαν ένα ραβδί και τραγουδούσαν: «Σούρβα - Σούρβα, κι Αϊ-Βασίλη. Τι λαλάς, κυρ Βασίλη; Για τ’ αρνιά, για τα κατσίκια...».
Οι νοικοκυρές πρόσφεραν στα παιδιά γλυκίσματα, ξηρούς καρπούς και καλαμποκίσια πίτα, με τυρί παρασκευασμένη και χοιρινό λίπος. Ο αρχηγός της ομάδας έπρεπε να ρίξει στο τζάκι αλάτι και να ευχηθεί υγεία και καλή σοδειά στο νοικοκύρη.
Βέβαια η Πρωτοχρονιά, πέρασμα στον νέο χρόνο, είναι φυσικό να συνδέεται με συνήθειες που εξασφαλίζουν το καλό και την αποφυγή ενεργειών που μπορεί να σημαίνουν κακό για το χρόνο που έρχεται. Έτσι, η έννοια του ποδαρικού είναι πολύ σημαντική για τη λαϊκή Πρωτοχρονιά. Η αντίληψη για το καλόπιασμα του νέου έτους, οδηγεί στην επίσκεψη στη βρύση, όπου έπαιρναν το «αμίλητο νερό» για να ραντίσουν το σπίτι και τα μέλη της οικογένειας.. Έτσι, το καλόπιασμα των στοιχείων της φύσης, η εισαγωγή κλαδιών αειθαλών δέντρων στο σπίτι, αποτελούν έθιμα «διαβατήρια» σε σημαντικά περάσματα και πανάρχαια κατάλοιπα λαϊκής λατρείας και δεισιδαιμονιών. Η βασιλόπιτα είναι το έθιμο με κοινή βάση, η οποία συνδέεται με τον Άγιο Βασίλειο και παρασκευάζεται με διαφορετικό τρόπο από τόπο σε τόπο. Εκτός από το νόμισμα, τοποθετούσαν και άλλα είδη, όπως ξύλο από κλίμα, κομμάτι σταχυού κ.λπ., ανάλογα με το επάγγελμα των μελών της οικογένειας. Η βασιλόπιτα είχε πάντα τον κοινωνικό-ενωτικό χαρακτήρα, καθώς μάζευε γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι τα μέλη της οικογένειας.
Σημαντικό έθιμο την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ήταν οι μεταμφιέσεις των νέων ανθρώπων σε ορεινές αγροτικές περιοχές. Σήμερα οι πολιτιστικοί σύλλογοι αναβιώνουν το έθιμο αυτό και το πραγματοποιούν με την ονομασία τα ρογκατσάρια, μπουμπουτσάρια κ.λπ.
Οι μεταμφιέσεις ήταν πολλών ειδών: γύφτοι, αρκουδιάρηδες, γιατροί, χωροφύλακες, ληστές, γέροντες, κλέφτες, παπάδες κ.λπ. Η ομάδα που αποσπούσε τα χειροκροτήματα και προκαλούσε το ενδιαφέρον ήταν ο γαμπρός και η νύφη, που πλαισιώνονταν από ασκεπείς φουστανελοφόρους με τον «γκουγκουάτο», δηλαδή τον αρματωμένο με κουδούνια και κυπριά και τους συλλέκτες των δώρων που έδινε κάθε οικογένεια, κρέας και λουκάνικα, χρήματα. Το έθιμο αυτό των φουστανελοφόρων έρχεται από τα χρόνια της σκλαβιάς, όπου με τον τρόπο αυτό προσπαθούσαν οι Ελληνες να επικοινωνήσουν μυστικά μεταξύ τους, για την εξέγερση του έθνους. Το βράδυ όλοι οι μεταμφιεσμένοι μαζεύονταν στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπου στηνόταν πραγματικό γλέντι, στο οποίο μετείχε όλο το χωριό. Τα χρήματα που μάζευε η ομάδα αυτή τα πρόσφερε σε φτωχές οικογένειες, στην Εκκλησία και στο Σχολείο.