Ταχυδρομείου, στολίστηκε, έγινε όμορφη. Ζωντάνεψε.
Και βγάζει μια ζεστασιά. Άλλες χρονιές, στον αχανή και σκοτεινό χώρο του «Αλκαζάρ», όλα πάγωναν. Πάγωναν οι άνθρωποι, τα ξωτικά, τα πουλιά. Παγωμένα, κούρνιαζαν στα δένδρα. Φέτος όμως ... Είναι αλλιώς ... Φως, χαρούμενες φωνές και παιδομάνι. Ζεστασιά. Και, κοίτα να δεις ειρωνεία! Τη ζεστασιά την έφερε ένα ...παγοδρόμιο. Ένα μίνι παγοδρόμιο τοποθετημένο στην περίφημη «Γούβα» της πλατείας.
Εκεί όπου τα κόμματα διοργανώνουν ακόμη προεκλογικές συγκεντρώσεις μεταξύ ...συγγενών και φίλων. Τώρα, ένα τσούρμο παιδιά, ζωντανό και φωνακλάδικο, χαλάει τον κόσμο. Κι όπως γλιστράνε πάνω στον πάγο φορώντας κόκκινα, κίτρινα, φούξια ή γαλάζια πανωφόρια δημιουργούν ένα πολύχρωμο ταμπλό, έναν γιορτινό πίνακα ζωγραφικής βγαλμένο κατευθείαν από παλιά αναγνωστικά. Ένας αληθινός χορός χαρούμενων ξωτικών.
Κοιτάζω την Εβίτα μου και φουρφουράει η καρδιά μου. Αυτή μεγαλώνει και ’γω την καμαρώνω που τρέχει στον πάγο. Είναι ξανθιά, είναι ψιλόλιγνη, είναι όμορφη. Πήρε απ’ τη μάνα της. ‘Έτσι όμορφη ήταν κι εκείνη. Δηλαδή ... εξακολουθεί να είναι κι ας περάσαν μερικά χρόνια. Μυαλό δεν είχε. Και δεν είχα. Τι να πεις, άστο... Χαλάμε και το στόμα μας χρονιάρες μέρες. Αλλά, η Εβίτα μου είναι πραγματικά μια καλλονή. Ο νονός της και κολλητός μου, ο Πέτρος, έχει ήδη προδιαγράψει το επαγγελματικό της μέλλον, «καλά, ε, το πάμε για μοντέλο το κουκλί μας». Σιγά ρε του λέω, σε χαλάει να την κάνω γιατρίνα, αλλά εκείνος κάνει μια γκριμάτσα αποστροφής, «θεέ μου, λέει, τι ντεμοντίλα είναι αυτή!».
Βράδιασε. Η υγρασία σκεπάζει ξανά αυτήν την άγρια πόλη. «Τρώει» τα πάντα. Τα σιδερένια κάγκελα στα πάρκα και τις βεράντες, τις λαμαρίνες των αυτοκινήτων, περονιάζει τα κόκκαλα των ανθρώπων, όσο μεγαλώνω το καταλαβαίνω.
Σε λίγο θα έρθει η Αρετή να πάρει το παιδί, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση που της αναθέτει την επιμέλεια της κόρης μας. Πλησιάζει η ώρα. Πάντα πλησιάζει αυτή η καταραμένη ώρα. Η μάνα της έρχεται, «όλα καλά;» ρωτάει μες στην ψύχρα και σχεδόν ενοχλείται όταν η μικρή μ’ αγκαλιάζει λίγο πριν χωριστούμε. Και χτες, παραμονές Πρωτοχρονιάς, ήταν ακόμη πιο δύσκολο. Και για μένα. Και για το παιδί.
Πάνω – κάτω ήξερα τι με περίμενε μετά το διαζύγιο. Πόνος, θυμός, καταστροφικά ξενύχτια και αλκοόλ, δικηγόροι, διατροφές, όλα τα ’βλεπα να ’ρχονται, τελικά την πάτησα εκεί που δεν το περίμενα.
Στο παιδί. Τότε, ήτανε ακόμη μωρό, ένα ...πραματάκι ήτανε, μια ψεύτικη κούκλα που έκλαιγε και μάς δυσκόλευε τη ζωή. Μα τώρα είναι άνθρωπος κανονικός, σχεδόν δεσποινίδα... Κι εγώ μεγαλώνω και τον χρειάζομαι αυτόν τον άνθρωπο γαμώτη μου. Που με χαιρετάει σαν φεύγει και με στέλνει άλλο ένα βράδυ στην κόλαση.
Γύρισα στη Μονάδα, τακτοποίησα μερικά έγγραφα στο γραφείο, κανονίσαμε με τον Πέτρο να βρεθούμε. Μόνο μην με πρήξεις πάλι Πέτρο με κείνες τις προσκλήσεις σου. «Έλα ρε βλαμμένε σπίτι, έχει ετοιμάσει αρνάκι σπέσιαλ η Βιβή, έλα να αλλάξουμε μαζί τον χρόνο». «Κόφτο Πέτρο, δεν θέλω», «Έλα ρε συ σου λέω.»...
Εν τέλει έχει εξελιχτεί σε βάσανο όλη αυτή η καλοσύνη των ανθρώπων που νιώθουν σχεδόν ...υποχρέωση να προστρέξουν όσους ζούμε μόνοι. Μην καταλαβαίνοντας ότι αυτό υπογραμμίζει περισσότερο την έτσι κι αλλιώς δύσκολη κατάστασή μας. Το ίδιο και πέρυσι το Πάσχα, Και πέρυσι τα Χριστούγεννα αν θυμάμαι καλά, που είχαμε καταλήξει δυο τρία μπακούρια να πίνουμε τον Άδη και τα κόκκαλα σ’ ένα παρακμιακό μπαρ κοντά στο κέντρο, μέχρι που μας έδιωξε νυσταγμένος κι ο μπάρμαν.
Α, ρε Αρετή... Πού την πήγαμε τη δουλειά; Ούτε κι εσύ θα περάσεις καλά, το ξέρω, και τι να πεις με τη μάνα σου ανήμερα Πρωτοχρονιά; Τι σ’ έπιασε τότε με κείνη την γκρίνια; Εντάξει, το καταλαβαίνω, Covid, κλεισούρα, αλλά μόνο τα δικά σου νεύρα έσπασαν; Οκ, κι εγώ δεν ήμουν όπως κάποτε... Πέσαμε στη ρουτίνα, καβγάδες για τα πιο μικρά, τα πιο ασήμαντα, μάζεψε τα πιάτα εσύ, δεν με παρατάς ρε Αρετή που όλη μέρα κάθεσαι και μού χαζεύεις στο Facebook ... Τα γνωστά μετά... Η μια κουβέντα έφερε την άλλη, λες και το ζήτημα ήταν ποιος θα έβαζε πέντε πιάτα στο πλυντήριο... Άλλο ήταν το θέμα Αρετή... Άλλο ήταν... Η εποχή μάς έχει κάνει όλους πολύ νευρικούς, δεν υπάρχει υπομονή μόνο μια αίσθηση ανικανοποίητου υπάρχει, η αίσθηση ότι εμείς δεν κάνουμε τίποτε ενώ οι άλλοι βγαίνουν, διασκεδάζουν, ταξιδεύουν, καλοπερνάνε. Έχουν φράγκα, εμείς έναν μισθό μόνο, τι κάνουμε λάθος; Αυτοί πάνε παντού, κοινωνικές εκδηλώσεις, δημόσιες σχέσεις και ο κύριος τάδε με την κυρία δείνα είναι στη δεξίωση του κ. ΧΨΩ, εμείς καθόμαστε και μιζεριάζουμε. Και τα χρόνια περνούν ...
Α ρε Αρετή, ποτέ δεν καταλάβαμε πόσο ψεύτικος είναι αυτός ο γυάλινος κόσμος που περνάει κάθε μέρα απ’ την οθόνη του κινητού μας. Μια εντύπωση είναι όλα. Μία επίφαση που όμως υποτιμήσαμε τη διαβρωτική ισχύ της.
Μεσάνυχτα Πρωτοχρονιάς... Ξεμπέρδεψα σχετικά νωρίς από τον Πέτρο, ήπιαμε κάνα δυο ποτάκια σ’ έναν καφέ στην «Ταχυδρομείου» με θέα το Παγοδρόμιο κι έχοντας δίπλα μας όλες τις μοναξιές της πόλης.
Στην τηλεόραση, κάτι μαραμένες φίρμες του τραγουδιού κι ένας παρουσιαστής με λαμέ σακάκι μας κρατούσαν υποτίθεται συντροφιά μέχρι ν’ αλλάξει ο χρόνος. Βαρέθηκα. Είχα μια ελπίδα μήπως μού τηλεφωνούσε η Αρετή, έτσι για το τυπικό ή για να μου δώσει να μιλήσω στην Εβίτα, αλλά διαψεύστηκε κι αυτή. Πήγα νωρίτερα για ύπνο. Έτσι κι αλλιώς πρέπει να συνηθίζει κανείς αυτές τις καταστάσεις. Γιορτές είναι και είναι δύσκολες για όλους, μα θα περάσουν. Και το παγοδρόμιο θα φύγει. Οι αρμόδιοι θα το μαζέψουν, η πλατεία θα γυρίσει στα συνηθισμένα της.
Ποιος ξέρει, με τον καιρό μπορεί να σπάσει ο πάγος, όλες αυτές οι παγωνιές που πλακώνουν τις ζωές μας. Μακάρι να έρθουν καλύτερες μέρες.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr