Κατ’ αρχάς, περνά κρίση και υπολειτουργεί ο θεσμός της οικογένειας, αφού πολλοί γάμοι διαλύονται εύκολα, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να στερούνται τα στηρίγματά τους και να πελαγοδρομούν. Πέραν τούτου, πολλά σπίτια, στα οποία εργάζονται και οι δύο γονείς και λειτουργούν χωρίς παππούδες και γιαγιάδες, από ένα χρονικό σημείο και μετά καταντούν κέντρα διερχομένων, ενώ τα μέλη τους, όσες φορές συναντιούνται, σπάνια, μιλούν μεταξύ τους, γιατί τα εμποδίζει είτε η τηλεόραση, είτε το κινητό, είτε το διαδίκτυο, όπου προβάλλονται, συστηματικά, σκηνές βίας και βαρβαρότητας. Έτσι, πολλοί έφηβοι στερούμενοι τη θαλπωρή της οικογένειας, το ενδιαφέρον και την ουσιαστική επικοινωνία και τον έλεγχο εκ μέρους των γονέων τους παρασύρονται, εύκολα, απ’ τις σειρήνες κυκλωμάτων και μπλέκουν στα γρανάζια της μαφίας, της παρανομίας και των ναρκωτικών ουσιών.
Απ’ την άλλη, το ελληνικό σχολείο συνεχίζει να λειτουργεί ξεκομμένο απ’ τις κοινωνικές εξελίξεις και αρνείται με μπροστάρηδες συνδικαλιστές να εκσυγχρονισθεί και να ευαισθητοποιηθεί, περισσότερο, για θέματα, που άπτονται αντικοινωνικών συμπεριφορών μαθητών εντός και εκτός αιθούσης. Αν, μάλιστα, προσθέσει κανείς τις απανωτές αλλαγές και τα συνεχή ράβε ξήλωνε εκ μέρους της Πολιτείας, καθώς και την αδιαφορία πολλών γονέων, για όσα συμβαίνουν στα σχολεία μας, τότε, μπορεί να αντιληφθεί ακόμα καλύτερα, τι φταίει για τη βαρβαρότητα, που επικρατεί στη χώρα μας.
Κάποιοι άλλοι αποδίδουν αυτό το φαινόμενο στην κοινωνική ανισότητα και αδικία, στην ανεργία και στα αδιέξοδα, που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία και, προπάντων, οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι είναι, ιδιαίτερα, ευαίσθητοι σε τέτοιου είδους καταστάσεις και, γι’ αυτό, αντιδρούν με τον τρόπο τους. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί νέοι άνθρωποι με προβληματική συμπεριφορά, όταν καταφέρνουν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας και να ορθοποδήσουν, τότε αποβάλλουν τον κακό εαυτό τους και λειτουργούν, φυσιολογικά.
Κάποιοι άλλοι, πάλι, τοποθετούν στο κάδρο των ευθυνών τα τηλεοπτικά μέσα, τα οποία προβάλλουν πιο πολύ κάθε τι αρνητικό, που συμβαίνει στην κοινωνία, αλλά ελάχιστο για πράξεις και πρότυπα, που είναι άξια για μίμηση. Και επειδή στον ναό της Δημοκρατίας, που λέγεται Κοινοβούλιο, αλλά και στην εν γένει τακτική των κομμάτων της εκάστοτε αντιπολίτευσης επικρατούν η μηδενιστική τακτική, η ξύλινη γλώσσα και ο φανατισμός, που συνοδεύεται από ύβρεις, εντάσεις και υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, δεν είναι λίγοι αυτοί, που επηρεάζονται απ’ αυτό το πολεμικό κλίμα και, γι’ αυτό, όταν τους δίνεται η ευκαιρία, δείχνουν τα δόντια τους και ξεσπούν εναντίον δικαίων και αδίκων. Αυτή την κατάσταση, άλλωστε, εκμεταλλεύονται και οι επιτήδειοι ανάμεσα στους συνδέσμους φιλάθλων, με αποτέλεσμα να γινόμαστε, συχνά, θεατές βιαιοπραγιών, αλλά και θανατηφόρων επεισοδίων.
Πέραν τούτων, η πολυνομία, αλλά και τα μέτρα, που ψηφίζονται, αλλά δεν εφαρμόζονται, στέκονται εμπόδιο στην απονομή της δικαιοσύνης και στην παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, γεγονός που τους αποθρασύνει και τους ωθεί να επαναλαμβάνουν την αντικοινωνική συμπεριφορά τους. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η Αστυνομία από οργανωμένες μειοψηφίες και από ένα κομμάτι του λαού αποδυναμώνουν την προσπάθεια αντιμετώπισης της βίας και των συνεπειών της.
Άφησα τελευταίο κάτι, παρότι το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι κάποιοι ταύτισαν την Εκκλησία με τη συντήρηση και την οπισθοδρόμηση και κατάφεραν με τα κηρύγματά τους και την πρότασή τους για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας να περιορίσουν την απήχηση, που είχε ο λόγος του Ευαγγελίου στην ελληνική κοινωνία. Έτσι πολλοί Νεοέλληνες είτε κόβουν και ράβουν τον Χριστιανισμό στα μέτρα τους, είτε πορεύονται στη ζωή τους χωρίς Χριστό, ήτοι χωρίς αγάπη και κατανόηση προς τον πλησίον και προς τους αντιπάλους και χωρίς ενοχές για την αντικοινωνική συμπεριφορά τους. Αυτή η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και, θέλοντας και μη, ενισχύει την επιθετικότητα και τη βαρβαρότητα, που μαστίζει τη χώρα μας.
Εύχομαι, γι’ αυτό, και ελπίζω, τώρα που ο κόμπος έφτασε στο χτένι, να εφαρμοστούν αυτή τη φορά και να αποδώσουν τα μέτρα, που παίρνονται, προκειμένου να περιορισθεί, αν δεν εξαλειφθεί, το κακό.