Στη δική μας πόλη έχεις ζήσει κι εσύ. Η Λάρισα στη θερινή της ασφυξία δύοντας η χιλιετία. Μια εξόρμηση η αφορμή. Το προσκύνημα. Ο χάρτης καθοδηγεί την ψυχή, καθώς πλέουμε στο αεράκι του Παγασητικού για του Παπαδιαμάντη την αυλή. Η Παναγιά της Σκιάθου σεμνή, σαν και του λόγου σου Δεσπότη μου. Με τη ματιά σου σαν τάμα, διασχίζει την καρδιά στην πιο απόκρημνη πλαγιά. Στην ιπποτική σου πατρότητα, νησί η σοφία σου, με πάνλευκους υάκινθους. «Να χαρείς», μου είπες, «το αξίζεις». Άφηνες πάντοτε χώρο για να εκπλαγώ, να ξανοιχτώ, καθώς μια φωτογραφία βαστά του παραδείσου το ανάγνωσμα. Ενώ σαλπίζει η επιστροφή και σαπίζει η ερημιά, μες στα κύματα της στεντόρειας δοτικότητας.
Έχω δει πολλά. Πέρασες πολλά. Τόσοι βοριάδες καταπάνω σου, στο αρχιπέλαγος της αφροσύνης τους. Τόση βίαιη αυταρέσκεια ξεκλειδώθηκε από το αμπάρι της ψυχής τους. Εξω-ενοριακά σχήματα της εκκλησίας πλήγματα. Κι εσύ φιλήσυχος, ν’ αντέχεις. Κι εσύ φιλάδελφος, για όλους. Επίσκοπέ μου Ιγνάτιε, ποιες πινελιές να σχηματίσουν των τρόπων τη λεπτότητα; Την αγκυροβολιά της έγνοιας σου; Την καλοσύνη που ανασαίνει ακόμη; Τ’ άκουσμα τ’ αγγέλου στη φωνή σου; Το ταξίδι μας σμιλεύοντας τον χρόνο; Ευγνωμοσύνης άγγιγμα, θωρώ. Που δίχως να σκεφτείς, το ζεις. Αβίαστα. Η αναπάντεχη αγάπη σου είναι. Αφεύγατη.
(Στη μνήμη Ιγνατίου Λαρίσης, 1946-2018)
Από τον Ελευθέριο Βάσσο,
θεολόγο - φιλόλογο