Μετά από 10 χρόνια στη δίνη της πολιτικής «ασυναρτησίας», ο πολιτικός χρόνος κυλάει διαφορετικά. Ωστόσο, παραμένει αμείλικτος, γιατί πλέον υπάρχουν απαιτήσεις, τόσο για τη χώρα όσο και από τη δεύτερη τετραετία Μητσοτάκη.
Αυτό είναι πια και το κυβερνητικό στοίχημα. Εκτός από την καλύτερη διαχειριστική επάρκεια, ζητείται απτό πολιτικό αποτέλεσμα και ισχυρό όραμα για την επόμενη μέρα. Η πρόσφατη διπλή σαρωτική νίκη του Κυριάκου στις βουλευτικές κάλπες τού αναγνώρισε καλύτερη διαχειριστική επάρκεια. Αυτό σκέτο, όμως, δεν αρκεί. Συνιστά απλώς εύλογη πολιτική επιλογή, δεδομένης της αδυναμίας πρόταξης εναλλακτικού σεναρίου από την αντιπολίτευση. Και στις αυτοδιοικητικές εκλογές -παρά, μάλιστα, την πολιτική πίεση των καταστροφών-η αίσθηση αυτή συντηρήθηκε. Το βλέμμα παρέμεινε στραμμένο στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να χάνει πολύ, το ΠΑΣΟΚ δεν πολυκερδίζει, η πολιτική πίεση στη ΝΔ περισσότερο εστιάζεται στο 15% δεξιά της, αν και οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν φώτισαν επαρκώς την παράμετρο αυτή…
Γεγονός είναι τελικά ότι τη στιγμή αυτή η χώρα βιώνει μια καινοφανή πολιτική συνθήκη ανισορροπίας. Δεν έχει αντιπολίτευση, δεν έχει δηλαδή πολιτικά αντισταθμίσματα. Όταν η αντιπολίτευση έχει πρόβλημα, έχει πρόβλημα και η λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Η απουσία αντιπολίτευσης δεν είναι υγιής συνθήκη για την οποιαδήποτε εξουσία, επιτείνει, μάλιστα, την αίσθηση απογοήτευσης των πολιτών. Η καλή αντιπολίτευση είναι απαραίτητη για να βελτιωθεί το πολιτικό κλίμα. Η πολιτική κονίστρα πάντα ζητά 2 κυβερνητικούς πόλους, ώστε να λειτουργεί η «υπόσχεση» βιώσιμης κυβερνητικής προοπτικής. Κανέναν -ούτε τη ΝΔ- συμφέρει η θεωρία του 1,5 κόμματος, η θεωρία μιας δημοκρατικής μονοκρατορίας.
Η ΝΔ αισθάνεται την επικίνδυνη αμηχανία που δημιουργεί το κενό της αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ αρκείται στο ότι πρόσκαιρα ευνοείται από τη διελκυστίνδα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όσο για το οικοσύστημα του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι τοξικά αναισθητοποιημένο. Συνολικά το πολιτικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί δίνει χώρο τόσο σε μετα-πολιτικά φαινόμενα όσο και στη ρητορεία της λαϊκίστικης άκρας δεξιάς.
Τη στιγμή αυτή τα μάτια, βέβαια, είναι περισσότερο στραμμένα στον ΣΥΡΙΖΑ. Από τις εξελίξεις εκεί θα δοθεί -εν πολλοίς- ο ρυθμός της επόμενης πολιτικής μέρας. Προς το παρόν, μετά την αφοριστική αντιπολίτευση του 2019-2023, μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να αρκεστεί στην αυτοέκπτωση. Η έκπτωση περισσότερο έρχεται ως συνέπεια της πλήρους αποδοκιμασίας του κόμματος στις εθνικές εκλογές και δευτερευόντως οφείλεται στον Κασσελάκη. Αυτός απλώς φροντίζει να την επιταχύνει. Ο νεόκοπος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, ακυρώνει μέχρι και τον -προ δεκαετίας- εαυτό του, φιλοτεχνεί ένα προφίλ αρχηγισμού με μετα-πολιτικά εργαλεία, παραμένει, ωστόσο, ο «φωτογενής άγνωστος», ένας τύπος «θολός» για την κοινή γνώμη. Και ασφαλώς δεν μπορεί να αιτιολογήσει ορθολογικά την προσδοκία του ότι μπορεί να γίνει πρωθυπουργός.
Υπάρχει, λοιπόν, το αναγκαίο πολιτικό αντίβαρο στο κυβερνών κόμμα; Ασφαλώς όχι. Κακό αυτό. Κακό που αντί για αντιπολίτευση έχουμε «ξεκατίνιασμα» σε ζωντανή σύνδεση. Κακό που σε περιβάλλον γενικότερης πτώσης του πολιτικού λόγου παρέχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ τέτοιου είδους κακόγουστο δωρεάν θέαμα… Η επόμενη μέρα θα είναι ενδιαφέρουσα και την αναμένουμε. Ίσως ο Κασσελάκης αποδειχθεί ο «από μηχανής Θεός», αυτός που θα δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ λυτρωτικό τέλος και στην πολιτική ζωή υγιή αντιπολίτευση. Και αυτό, θα πρέπει να το αποζητά και η ΝΔ...