«Η ζωή αλλάζει, μα δεν χάνεται. Η ελπίδα σβήνει μα δεν πεθαίνει. Η αλήθεια σκεπάζεται μα πάλι ξαναλάμπει!», Π. Σέλλεϊ.
Πριν από τρεις δεκαετίες περίπου, στην Κεντρική πλατεία της Λάρισας, συναντούσα συχνά δύο παλαίμαχους αγωνιστές συμπολίτες και ανταλλάσαμε ένθερμους χαιρετισμούς κατά καιρούς, εξαιτίας της γνωριμίας του ενός που μας ένωνε, δηλαδή είμαστε από το ίδιο χωριό, τη Ραψάνη. Και κάποια φορά μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω για να μάθω τι είναι εκείνο που τους κρατάει φιλικά δεμένους σ’ αυτή την μεγάλη ηλικία και τους κάνει αχώριστους. Και, από κοινού μου εξέφρασαν την επιθυμία να μου διηγηθούνε το πώς και το γιατί γίνανε φίλοι αυτοί οι δύο άνθρωποι, που ήταν συνομήλικοι, με ένα χρόνο διαφορά. Ο συγχωριανός μου ο Γιάννης Αγραφιώτης γεννημένος το 1926 και ο Δημήτριος Ντάμπος γεννημένος το 1925 στο Λιβάδι Ολύμπου. Ακούστε και διαβάστε λοιπόν, τα περίεργα και παράξενα συμβάντα της ζωής, που επιφυλάσσει φορές στους ανθρώπους
Το 1946 – 1949, η χώρα μας ήταν χωρισμένη σε δύο εχθρικά στρατόπεδα ( όπως γνωρίζουμε με τον εμφύλιο σπαραγμό) τη Δεξιά από τη μια μεριά και την Αριστερά από την άλλη, να μάχονται θανατερά στο Γράμμο και το Βίτσι, για την επικράτηση και την κυριαρχία της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Με τα γνωστά ιστορικά αποτελέσματα που ξέρουμε. Σε κάποια μάχη που δόθηκε στις ράχες και στα ξάγναντα του Γράμμου και του Βίτσι, ο Λιβαδιώτης με τον Ραψανιώτη βρέθηκαν με το χέρι στη σκανδάλη, να σημαδεύει ο ένας τον άλλον και τη στιγμή εκείνη, το πένθιμο κράξιμο ενός κόρακα που πετούσε από πάνω τους, απέσπασε την προσοχή τους, κι εξαιτίας του γεγονότος αυτού χαλάρωσαν κι οι δυο και αποφεύχθηκε το μοιραίο. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη των αντιμαχόμενων, αντιφρονούντων. Ο εμφύλιος πόλεμος επούλωσε όπως – όπως προσωρινά τις πληγές του και η χώρα μας μπήκε στους κανονικούς ρυθμούς του πολιτικού βίου, όπως γνωρίζουμε πάλι. Μετά από δυο δεκαετίες, συναντήθηκαν τυχαία, οι δύο «εχθροί», στο Αλκαζάρ της πόλης μας, τα δύο «αντιμαχόμενα στρατόπεδα» και αφού εξιστόρησαν τα συμβάντα εκείνης της εποχής με τα δίσεκτα χρόνια και την αποφυγή του μοιραίου, συμφιλιώθηκαν και γίνανε αχώριστοι επιστήθιοι φίλοι.
Προλόγισα και διηγήθηκα κοντολογίς την παραπάνω ιστορία, για να αναφέρω ένα άλλο ενδιαφέρον γεγονός που επισήμανα στις προηγούμενες βουλευτικές και περιφερειακής αυτοδιοίκησης εκλογές στη χώρα μας, αφού πω ότι.
Η πατριδολατρία των Νεοελλήνων είναι ένα πάρα πολύ δυνατό και μεγάλο συναίσθημα, που έχει βαθιές ρίζες και ιστορικές αναφορές στον τόπο μας. Όπως γνωρίζουμε από αρχαιοτάτων χρόνων εμείς οι Ρωμιοί, εάν ανατρέξουμε στα ιστορικά κατά τόπους φαινόμενα θα το διαπιστώσουμε περίτρανα.
Η πατριδολατρία της γενέτειρας γης, είναι πολύ μεγάλη, κάνει τους Νεοέλληνες να μάχονται και να ονειρεύονται ολοζωής, με όλα τα σύνεργα που κουβαλούνε στο μυαλό τους από παιδιά, από τα πάτρια εδάφη, μένουν εικόνες ζωντανές και ανεξίτηλες, στην μνήμη του καθενός.
Απόδημοι από μικρά παιδιά, χιλιάδες Ραψανιώτες και Ραψανιώτισσες ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό και μάλιστα χωρίς να έχουν πάρει τα πολιτικά τους δικαιώματα, στον τόπο όπου κατοικούν μόνιμα, συναντιούνται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση στα πατρώα χώματα για το εκλέγειν και εκλέγεσθαι και αναγεννιούνται.
Δύο λοιπόν απ’ αυτούς τους απόδημους Ραψανιώτες είναι ο Τάκης ο Ζήλος με τον Τάκη τον Τσικούρα, στην Λάρισα και μάλιστα στην ίδια συνοικία και σε απόσταση αναπνοής, όμως ποτέ τους δεν είχανε αλισβερίσι μέχρι σήμερα, κι αυτό όχι εκ προθέσεως αλλά γιατί έτυχε. Σε διαφορετικά πάντα πολιτικά και κομματικά στρατόπεδα πορεύονται και αγωνίζονται στην πόλη και στο χωριό, διανύοντας τώρα την τέταρτη εικοσαετία της ζωής τους. Συναντιούνται όμως στην πατρώα γη, στις κοινοβουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, όταν γίνονται. Ανοίγοντας ο δεύτερος αναγραφόμενος την κάλπη συνήθως και ακολουθώντας ο πρώτος δεύτερος, στο εκλογικό τμήμα, του Δημοτικό Σχολείου του χωριού, είχαν πολλά να πουν και να εξομολογηθούν από τα περασμένα. Στρογγυλοκάθισαν στη συνέχεια ομοτράπεζοι στο Καφέ – Ουζερί του Ζώκα και πίνοντας και εξιστορώντας ώρες ολόκληρες κάνανε τον απολογισμό της κατεργάρας της ζωής με την κομματοκρατία, που χωρίζει και απομακρύνει τους ανθρώπους χωρίς να έχουν μεταξύ τους ταξικές διαφορές, αναίτια και καταχρηστικά.
Στις μικροκοινωνίες, προπαντός, στα χωριά, συγγενείς οι περισσότεροι μεταξύ τους, γνωρίζονται καλύτερα από τις απρόσωπες κοινωνίες των πόλεων, που το διαίρει και βασίλευε, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τους έκανε απόξενους.
Η πανέμορφη και ηλιόλουστη Ραψάνη (παρά την τεράστια αποχή που σημειώθηκε στις βουλευτικές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές) στολίστηκε για άλλη μια φορά υπαίθρια από την προσέλευση των απόδημων παιδιών της. Οι δύο «αντιφρονούντες» συγχωριανοί, ο Τ. Ζ. και Τ. Τ. Δήλωσαν (μεταξύ των άλλων) ότι έχουν πολλά να κάνουν ακόμη για την γενέτειρα γη, σύμφωνα πάντα με τα πεπραγμένα, και την αταξική τους συμφιλίωση, ενώπιων και άλλων συγχωριανών. Να λοιπόν, που ο πατριωτισμός και η πατριδολατρία, είναι ένα καλό παράδειγμα για την πρόοδο και την προκοπή κάθε τόπου και λαού.