«Άρη… εσύ; Θέλω να βρεθούμε σε καμιά ώρα, μπορείς;».
Η μάνα της δεν το κούνησε απ’ τη θέση της. Μόλις άκουσε το όνομα «Άρης» ταράχτηκε και άρχισε να μουρμουρίζει. «Εμ, βέβαια… Αλίμονο… Αν δεν βρεθείτε και σήμερα… Δεν φθάνει όλη η εβδομάδα που συναντιέστε στο σχολείο…». «Τι λες μαμά…;», μίλησε η Άννα. «Τι μουρμουρίζεις;».
«Σου το έχω πει χιλιάδες φορές… Θα με τρελάνεις, διώξε από κοντά σου αυτόν τον αλήτη…».
«Μαμά, πρόσεξε τα λόγια σου, δεν είναι αλήτης, είναι ο πρώτος μαθητής στην τάξη… Και δεν σου επιτρέπω…».
«Σιγά μην πάρω την άδειά σου. Βάλτο καλά στο μυαλό σου, εγώ δεν θα συμπεθεριάσω με έναν πηλοφόρο και μια καθαρίστρια…».
«Πολύ μακριά το πήγες μαμά. Ακόμη είμαστε στη Δευτέρα Λυκείου… Είναι αστείο να μιλάμε για… γάμους και πανηγύρια… Σύνελθε».
«Έτσι όπως το πάτε, εκεί θα οδηγηθείτε…».
«Και πού ξέρεις εσύ τι είναι οι γονείς του;».
«Είναι μικρή η πόλη μας και μαθαίνονται αυτά…».
«Αμάν βρε μάνα, σε βαρέθηκα, πάω να ντυθώ και σ’ αφήνω να μουρμουρίσεις με την ησυχία σου…».
Ο Άρης φοβερά ανήσυχος σε λιγότερο από μια ώρα βρισκόταν στην καφετέρια που είχαν κλείσει το ραντεβού. Την άκουσε κάπως την Άννα εκείνη την ημέρα και ανησύχησε.
Αλλά και η Άννα πήγε νωρίτερα. Όταν έφθασε, εκείνος πήγε να την αγκαλιάσει, αλλά εκείνη το απέφυγε…
Αμίλητοι έπιναν τον καφέ τους για αρκετή ώρα. Ύστερα μίλησε ο Άρης.
«Άννα νομίζω πως θέλεις να μου πεις κάτι, γι’ αυτό δεν είμαστε εδώ; Και διαισθάνομαι πως αυτό που θα μου πεις δεν είναι καλό…».
«Η διαίσθησή σου δεν σε ξεγελάει Άρη…».
Την πήραν τα κλάματα… Ο Άρης την έπιασε το χέρι…
«Τι έχεις κορίτσι μου;».
«Άκου Άρη, αυτό που θα σου πω δεν το θέλω, πίστεψέ με…, αλλά αναγκάζομαι να το κάνω…».
«Η ζωή μου έχει γίνει μια κόλαση στο σπίτι. Η μάνα μου γκρινιάζει συνέχεια. Δεν τη θέλει αυτήν τη σχέση. Πρέπει να πάρει ο καθένας τον δρόμο του Άρη…, χωρίζουμε…».
Πήγε κοντά του, τον αγκάλιασε… έκλαψαν μαζί και… χώρισαν.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν βασανιστικές. Συναντιόταν στο διάλειμμα και δεν έλεγαν ούτε «γεια». Ήταν σε διαφορετικά τμήματα.
Τελείωσε η χρονιά έτσι άχαρα για την Άννα. Δεν είχε όρεξη ούτε να φάει, ούτε να διαβάσει, ούτε καν να μιλήσει.
Η μάνα της το χάρηκε… Θα της περάσει… σκεφτόταν.
Και τα χρόνια πέρασαν, κύλησαν σαν το ποτάμι, σαν τη βροχή, που δεν γυρίζουν πίσω. Ο Άρης στην Τρίτη Λυκείου ήταν εξαφανισμένος. Ίσως σταμάτησε, σκέφτηκε η Άννα. Όμως όχι, μια φίλη της της είπε πως η οικογένειά του είχε μετακομίσει στην Αθήνα, εκεί βρήκαν δουλειά οι γονείς του.
Η Μαρίνα, η μάνα της Άννας, είχε πάψει να γκρινιάζει βέβαια, αλλά στεναχωριόταν γιατί η μοναχοκόρη της δεν έβρισκε έναν σύντροφο.
Ο πατέρας της, ένας ήπιος και νηφάλιος άνθρωπος, ασχολούνταν με τη δουλειά του, είχε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας, και ποτέ με τον δεσμό της κόρης του, που τη θεωρούσε ώριμη πάντα και έξυπνη και θα διάλεγε τον κατάλληλο σύντροφο όταν θα ερχόταν η ώρα.
Όμως, η Άννα είχε σαρανταπενταρίσει και ήταν μόνη και… αδιάφορη για τη ζωή.
Τον τελευταίο χρόνο είχε και ένα πρόβλημα. Στην αρχή το θεώρησαν απλό, αλλά δεν ήταν και τόσο… απλό.
Οι εξετάσεις έδειξαν πως ο όγκος που είχε στο στήθος ήταν κακοήθης.
Θορυβήθηκαν πολύ, επισκέφτηκαν όλα τα νοσοκομεία της χώρας και του εξωτερικού. Όλοι οι γιατροί είπαν πως έπρεπε να κάνει επέμβαση.
Ο κύριος Ανδρέας, ο πατέρας της, είχε έναν αδερφό στην Αθήνα. Τους έδωσε τη γνώμη του κι εκείνος, να γίνει η επέμβαση σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο των Αθηνών, που διηύθυνε ένας διακεκριμένος ογκολόγος.
Τον άκουσαν, έκλεισαν το ραντεβού και στην ώρα τους ήταν στο Νοσοκομείο. Τους οδήγησαν στον όροφο που ήταν το χειρουργείο.
Κάθισαν σ’ έναν καναπέ στον διάδρομο και σε λίγο μια νοσηλεύτρια πήρε την Άννα να την ετοιμάσει. Πέρασε αρκετή ώρα. Η ανησυχία του Ανδρέα και της Μαρίνας είχε φθάσει στα όριά της. Σε λίγο φάνηκε ένας ψηλός άντρας με άσπρη μπλούζα και χειρουργική μάσκα.
Κατευθύνθηκε προς το χειρουργείο.
Τον σταμάτησαν οι γονείς. Η Μαρίνα πήγε κοντά του.
«Γιατρέ μου, συγγνώμη, εσείς θα χειρουργήσετε την κόρη μου; Προσέξτε το παιδί μου γιατρέ μου…». Και έβαλε τα κλάματα. Ο χειρούργος τη χτύπησε ελαφρά τον ώμο… «Μην ανησυχείτε κυρία… Μαρίνα, όλα θα πάνε καλά…».
«Με ξέρετε…! Πώς… Από πού…».
«Φυσικά… Είμαι ο γιος της καθαρίστριας, αν θυμόσαστε… Ο Άρης!», της είπε χαμογελώντας.
«Και τώρα με συγχωρείτε γιατί βιάζομαι…».
Η Μαρίνα… κοκάλωσε, έμεινε άφωνη να κοιτάζει τον… γιατρό που απομακρυνόταν, μέχρι που χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου…