Πόσες αναμνήσεις και νοσταλγίες δεν φέρνει το καλοκαίρι από την παιδική ζωή των χωριών μας. Οι άνθρωποι, στην εγκατάστασή τους σε ένα μέρος και στις κτηνοτροφικές - αγροτικές εργασίες, φρόντιζαν το μέρος να έχει άφθονα νερά, πηγές και χείμαρρο, γιατί ήξεραν πόσο αναγκαίο είναι το ευλογημένο νερό για τη ζωή. Έπρεπε να είναι εξασφαλισμένο το πολύτιμο αυτό αγαθό, με το οποίο ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος αρχίζει την επίνικον ωδή των Ολυμπίων: «Άριστον μεν ύδωρ…», αφού χωρίς αυτό δεν μπορεί να νοηθεί και να υπάρξει ζωή. Αλλά και ο προσωκρατικός φυσικός, φιλόσοφος, Θαλής ο Μιλήσιος, θεώρησε το νερό ως την πρώτη αρχή των όντων και των πραγμάτων.
Ποτάμια και νερά θεοποιήθηκαν από τους ανθρώπους και πλάστηκαν διάφοροι μύθοι, θρύλοι και στοιχειά, που προστατεύουν τις βρύσες, όπως Νηρηίδες, που έχουν υπερφυσικές δυνάμεις.
Οι βρύσες μέσα στο χωριό και έξω στην ύπαιθρο ήταν καλοφτιαγμένες. Οι άνθρωποι έκαναν έναν καλοκτισμένο τοίχο και μια βαθουλωτή πέτρινη ή και ξύλινη λεκάνη, κοπάνα, σιοπτούρα στο στόμιο εκροής του νερού. Αργότερα, έχτιζαν παράπλευρους τοίχους για στήριξη της στέγης, άφηναν κάποια καμάρα στον τοίχο, όπου εντοίχιζαν πλάκα, στην οποία χάραζαν ότι η βρύση ανακαινίστηκε το έτος … με δαπάνη του τάδε, ξενιτεμένου. Ο μάστορας, τοποθετούσε στον τοίχο πλάκα με εγχάρακτη παράσταση ενός ελαφιού, δέντρου κ.λπ. Δίπλα στη βρύση έχτιζαν πεζούλι για να κάθονται οι περαστικοί, αλλά και ποτίστρες για τα ζώα τους.
Οι βρύσες των χωριών μας είναι απλές στην κατασκευή, με πελεκητή πέτρα, χωρίς, όμως, τον πλούσιο εκείνο γλυπτικό διάκοσμο, που τον βρίσκουμε σε περίτεχνες κρήνες, Οι βρύσες έπαιρναν το όνομα εκείνου που βρήκε το νερό ή της εκκλησίας, παρεκκλησίου ή «στου πασά τη βρύση», «στου Τούρκου τη βρύση «στου Αγά τη βρύση», στη βρύση του Μεμέτη, όπως γράφει στο διήγημά του «Σιτάρι – κριθάρι» ο Βλαχογιάννης.
Οι περισσότερες βρύσες των χωριών μας είχαν κρύο νερό, δροσερό, χωνευτικό και εύγευστο. Για παράδειγμα, η γενέτειρά μου, έλαβε το 1927, το όνομα Κρυόβρυση, Ολύμπου, από Πουλιάνα, λόγω του κρύου νερού της. Στο χωριό Πετρωτά, Έβρου, όπου υπηρέτησα στο σχολείο, υπάρχει βρύση με καλοδουλεμένη πέτρα, με σταυρωτή καμπυλωτή στέγη, που εντυπωσιάζει. Με τις βρύσες συνδέονται στενά πολλές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις. Γνωστές είναι οι προσφορές σ’ αυτές νυχτοχάραγα της Πρωτοχρονιάς. Και σήμερα ακόμη τρέχουν πολλοί, πρωί-πρωί στη βρύση να πάρουν «αμίλητο νερό», αφού προηγουμένως την αλείψουν με βούτυρο και μέλι και σκορπίσουν γύρω της ξηρούς καρπούς, πολυσιτόρια (χρονιάρα μέρα όπως είναι), λέγοντας την ευχή: «Όπως τρέχει το νερό, καθαρό και δροσερό, έτσι να τρέχει και το βιος μας». Φεύγοντας από τη βρύση, δεν μιλούν σε κανέναν (αμίλητο νερό), για να μην ταραχθεί η ησυχία του Στοιχειού, που την προστατεύει.
Με τις βρύσες συσχετίζονται και σήμερα πολλά λατρευτικά γαμήλια έθιμα. Το Σαββατόβραδο του γάμου και από το σπίτι του γαμπρού και της νύφης πήγαιναν σε πομπή με τα λαϊκά όργανα στη βρύση να πάρουν νερό για να ζυμώσουν το «κανίσ’». Στη βρύση ένα παιδί (αγόρι), του οποίου ζούσαν οι γονείς, έπαιρνε νερό, γέμιζε το γκιούμι κι όλοι μαζί με τραγούδια γύριζαν στο σπίτι για να κάνουν τη ζύμη (και πάλι το παιδί κοσκίνιζε πρώτο λίγο αλεύρι). Στόχος ήταν να γεννήσει η νύφη αγόρι. Αλλά και τη δεύτερη μέρα του γάμου, που πήγαινε στη βρύση η νύφη να πάρει για πρώτη φορά νερό, απαραίτητος προπομπός της ήταν το αγόρι που γέμιζε το δοχείο κι έπαιρνε τη δραχμή, που έριχνε στη λεκάνη η νύφη. Βέβαια, στα γαμήλια αυτά έθιμα δεν υπολογίζονταν τα κορίτσια!... Στις βρύσες των χωριών, που τότε έσφυζαν από ζωή και κίνηση, τα βράδια με το σούρουπο μαζεύονταν τα κορίτσια να πάρουν νερό. Η συνάντηση αυτή δεν ήταν απλώς ένα κοινό αντάμωμα, αλλά ήταν μια ξεκούραση, μια ανάσα, ύστερα από τις δουλειές της μέρας και μια εκτόνωση της καθημερινότητας.
Όλα αυτά αφορούν το παρελθόν. Σήμερα, η ζωή άλλαξε ριζικά. Οι συνθήκες διαβίωσης σήμερα στα χωριά είναι πολύ καλύτερες από εκείνες τις εποχές. Η μεταφορά του νερού με τα λαγήνια και τα γκιούμια δεν γίνεται πια, αφού κάθε σπίτι έχει μέσα δική του βρύση.
Μολαταύτα, όμως, και σήμερα σε ορεινά χωριά του νομού μας υπάρχουν κρυστάλλινες βρύσες, που με το σιγανό κελάρυσμά τους ευφραίνουν την ακοή μας. Το νερό τους, κρύο και δροσερό, κυλάει στ’ αυλάκι, δροσίζοντας τ’ αγριολούλουδα, τα οποία, ως αντιστάθμισμα, σκορπούν γύρω τους γλυκιά μοσχοβολιά. Οι βρύσες των χωριών μας θα συνεχίσουν να κελαρύζουν, να προσφέρουν δροσιά στον στρατοκόπο διαβάτη, με ένα παράπονο για την ερημιά του τόπου και τη μοναξιά τους. Τώρα, το καλοκαίρι, ας επισκεφτούμε τα ορεινά χωριά του νομού μας, για να πιούμε κρύο, δροσερό νερό και να χαρούμε τη φύση.