αναφορές τους στην κλιματική αλλαγή και οι «όρκοι» τους στην προστασία του περιβάλλοντος. Είναι εντυπωσιακό πως όλο αυτό το χρονικό διάστημα της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου τα μεγάλα αυτά ζητήματα, ειδικά από τα κόμματα εξουσίας, απουσίαζαν εμφατικά. Αυτό υποστηρίζει η ΕΔΥΘΕ, με σχετική παρέμβαση της για την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος και τη στασιμότητα στην αντιμετώπιση του πιεστικού υδατικού προβλήματος στη Θεσσαλία. Πιο συγκεκριμένα:
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Με την ευκαιρία της σημερινής ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ πώς αποτιμάτε την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων στη Θεσσαλία και ποιες οι προοπτικές υπέρβασης των αδιέξοδων στα οποία έχουμε οδηγηθεί;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ελάχιστοι σήμερα αμφισβητούν πως στη Θεσσαλία εξελίσσεται μια έντονη και διαρκής υποβάθμιση των υδάτινων οικοσυστημάτων, επιφανειακών και υπόγειων, είτε αυτή γίνεται άμεσα αντιληπτή από τους κατοίκους της είτε όχι.
Όλες χωρίς εξαίρεση οι επιστημονικές μελέτες, αλλά και συμπεράσματα των επίσημων εκθέσεων, όπως π.χ. τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) που εγκρίνονται από τις κυβερνήσεις και στη συνέχεια υποβάλλονται στα αρμόδια όργανα της ΕΕ, πιστοποιούν πως η ποιοτική και ποσοτική κατάσταση των υδάτων στη Θεσσαλία είναι στις περισσότερες περιπτώσεις «κακή» και οι κίνδυνοι για την ισορροπία των αντίστοιχων οικοσυστημάτων ιδιαίτερα σοβαροί.
Και βεβαίως κανείς πλέον δεν αποδίδει τις εκτιμήσεις αυτές, όπως σε κάποιο βαθμό συνέβαινε παλαιότερα, σε υπερβολές μερικών οικολόγων η ορισμένων ανεύθυνων λαϊκιστών.
Αυτή είναι σε πολύ γενικές γραμμές η κατάσταση με την οποία «υποδεχόμαστε» στη Θεσσαλία την εφετινή ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ για το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, στο οποίο, με απόφαση του ΟΗΕ, είναι αφιερωμένη η 5η Ιουνίου κάθε έτους.
Η αιτία για όλα αυτά είναι γνωστή. Η Θεσσαλία εδώ και μερικές δεκαετίες βρίσκεται σε έναν διαρκή ακήρυχτο πόλεμο για την ανεύρεση νερού, σε ευθεία αντιπαράθεση με τη φύση.
Οι χρήστες νερού, με την ανοχή ή/και την στήριξη από τις αρμόδιες αρχές και τους πολιτικούς τους προϊσταμένους, αναζητούν υπέρμετρα υψηλές ποσότητες νερού για τις αρδεύσεις μέσα από ποτάμια, λίμνες η υπόγειους υδροφορείς, παραγνωρίζοντας εάν οι υπερβολικές και χωρίς έλεγχο αντλήσεις παραβιάζουν την φέρουσα ικανότητα του κάθε υδάτινου οικοσυστήματος και αδιαφορώντας εάν την επόμενη ημέρα η λειτουργία του παραμένει ή όχι βιώσιμη.
Με δυο λόγια, όλα υποτάσσονται στις ανάγκες των αρδεύσεων χωρίς κανόνες, χωρίς έλεγχο και χωρίς μέριμνα να εξισορροπηθεί σταδιακά η ζήτηση με την «προσφορά» νερού, ώστε να μην συσσωρεύονται διαρκώς νέα ελλείμματα απειλώντας τα οικοσυστήματα με κατάρρευση.
Στρατιώτες στην πρώτη γραμμή αυτού του ακήρυχτου πολέμου για το νερό, οι ίδιοι οι αγρότες, που βιώνουν την αγωνία της επιβίωσης και αναζητούν στηρίγματα ώστε να παραμείνουν στον τόπο τους δουλεύοντας τη γη.
Όμως, παρά τη σημασία και την κρισιμότητα του τομέα που υπηρετούν και ο οποίος, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συμβάλει στην επισιτιστική ασφάλεια της χώρας και στη μείωση των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου σε αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα, η στήριξη που τους προσφέρεται από την πολιτεία είναι στρεβλή και ανεπαρκής.
Μετά από τη συνεχιζόμενη επί δεκαετίες επιδείνωση της κατάστασης, αλλά και τις τεκμηριωμένες προτάσεις επιστημόνων, φορέων, οργανώσεων και ιδρυμάτων (Πανεπιστήμια, Ινστιτούτα κ.λπ.), θα περίμενε κανείς οι κυβερνήσεις να έχουν ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που οι συνθήκες επιβάλλουν.
Δυστυχώς όμως, ακόμη και σήμερα, απουσιάζει ο κατάλληλος προγραμματισμός και παραμένει «διστακτική» και περιορισμένη η διάθεση πόρων για την υλοποίηση κατάλληλων υποδομών, δηλαδή έργων που θα συμβάλλουν είτε στην εξοικονόμηση νερού (π.χ. σύγχρονα αρδευτικά δίκτυα), είτε στην ενίσχυση των διαθέσιμων ποσοτήτων νερού (π.χ. ταμιευτήρες).
Αποτέλεσμα είναι οι εξελίξεις να είναι αργές και οι υποδομές που προστίθενται να πραγματοποιούνται με μεγάλη καθυστέρηση, αδυνατώντας να αντιστρέψουν την καταστροφική πορεία των πραγμάτων.
Τα κυβερνητικά επιτελεία, στη λογική του πελατειακού συστήματος, επιλέγουν να χαϊδεύουν αυτιά επιτρέποντας την επέκταση αρδεύσεων στα όρια των 2,5 εκατ. στρεμμάτων (δες ισχύον αναθεωρημένο ΣΔΛΑΠ 2017), ενώ με απλή αριθμητική αποδεικνύεται πως, υπό τις παρούσες συνθήκες, τόσες εκτάσεις είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ να εξυπηρετηθούν αρδευτικά από τις διαθέσιμες ποσότητες νερού στο Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας (ΥΔΘ), δηλαδή από τα νερά της ΛΑΠ Πηνειού.
Κάτι τέτοιο θα είναι δυνατόν να συμβεί (και θα είναι σαφώς ωφέλιμο για την ασφάλεια, για την οικονομία και για τη βιώσιμη γεωργία στη Θεσσαλία) ΜΟΝΟ εφόσον το πολιτικό σύστημα και οι κυβερνήσεις οριστικοποιήσουν τη «μετέωρη» επιλογή τους για ΕΝΙΣΧΥΣΗ του υδατικού δυναμικού του ΥΔΘ μέσω μεταφοράς (εκτροπής) υδάτων από τον ημιτελή ταμιευτήρα Συκιάς επί του Αχελώου.
Όσο δεν το πράττουν και όσο δεν ξεκαθαρίζουν τη θέση τους, δύο πράγματα συμβαίνουν ταυτόχρονα: το ένα είναι πως κοροϊδεύουν τον κόσμο και τους αγρότες στους οποίους «κλείνουν το μάτι» καλλιεργώντας ψεύτικες ελπίδες και το άλλο πως «στρώνουν» τις προϋποθέσεις για τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση των οικοσυστημάτων έως τα όρια της καταστροφής !
Στην πράξη λοιπόν πολλοί αγρότες του θεσσαλικού κάμπου γίνονται άθελά τους το «εργαλείο» της καταστροφής των οικοσυστημάτων του τόπου τους.
Όλοι όμως οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως η μεγάλη ευθύνη ανήκει στους ηθικούς αυτουργούς που με την απραξία τους αντικειμενικά λειτουργούν σε βάρος της φύσης και σε βάρος των επόμενων γενεών.
Εκείνοι έχουν την υποχρέωση να διαμορφώσουν έναν ολοκληρωμένο προγραμματισμό δράσεων και έργων, να εξασφαλίσουν και να διαθέσουν έγκαιρα (πριν την καταστροφή) τους αναγκαίους πόρους, να θεσμοθετήσουν κατάλληλα μοντέλα διοίκησης υδάτων, να ενημερώσουν τους χρήστες νερού, να καλλιεργήσουν την σωστή νοοτροπία, να «διδάξουν» τον σεβασμό στη φύση και τα οικοσυστήματα.
Όλα αυτά αποτελούν βασική υποχρέωση των κυβερνήσεων και ουσιαστικά τα μεγάλα προβλήματα γεννιούνται από την πλημμελή άσκηση της ενδεδειγμένης πολιτικής. [Βεβαίως δεν παραβλέπουμε και την κατά ένα πολύ μικρότερο μέρος αρνητική συμβολή ορισμένων εκπροσώπων μας στην Αυτοδιοίκηση και κάποιων ηγεσιών σε οργανώσεις αρδευτών που από κοινού, ο καθένας με το δικό του μερίδιο ευθύνης, συμβάλλουν αντικειμενικά στη συγκάλυψη των αυτονόητων πολιτικών ευθυνών].
Πολύ εύστοχη αποτύπωση της κατάστασης και της προοπτικής των οικοσυστημάτων της λεκάνης Πηνειού θεωρούμε όσα περιγράφει σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην έκδοση Μαΐου του περιοδικού «Ξένιος Θεσσαλός» ο γνωστός περιβαλλοντολόγος Ζήσης Αργυρόπουλος (ΖΑ), αποσπάσματα των οποίων θα παραθέσουμε.
Ο ΖΑ φοβάται πως «την κατάσταση του Πηνειού είτε την αγνοούμε είτε έχουμε συμβιβαστεί με αυτή! Από τον Πηνειό «κλέβουμε» περίπου 500 εκατ. κ. μ. (νερού) τον χρόνο, εμποδίζοντάς τον να έχει την ελάχιστη οικολογική παροχή, όπως προβλέπεται από την κοινοτική Οδηγία 2000/60/ΕΕ».
Αναφέρει επίσης πως «Η Κάρλα, πιο σωστά ο ταμιευτήρας που κατασκευάστηκε στην θέση της παλιάς λίμνης …αυτήν τη στιγμή γεμίζει από τον Πηνειό που ήδη είναι προβληματικός και φοβάμαι ότι το μέλλον της (Κάρλας) ως υγροβιότοπος θα είναι ομοίως προβληματικό ! Όλα λοιπόν είναι ζήτημα διαχείρισης! Και κυρίως να ξεκαθαρίσουμε τα ‘«θέλω» μας και τις απαιτήσεις μας από τη Θεσσαλία. Και αυτό δεν θα συμβεί αν δεν υπάρξει ένα master plan που να θέτει στόχους προσαρμοσμένους στην κλιματική εξέλιξη, στην επισιτιστική και υδατική ασφάλεια. Και σίγουρα ένα Σχέδιο προσαρμοσμένο σ’ αυτό που ονομάζουμε «φέρουσα ικανότητα» του γεωγραφικού μας χώρου… Αν παραμείνουμε στη σημερινή κατάσταση φοβάμαι πως θα κάνουμε μια μίζερη διαχείριση των αδιέξοδων μας».
Τέλος αναφερόμενος στη διέξοδο, ο ΖΑ θεωρεί αναγκαία «την ανάταξη αυτού του τεράστιου υδατικού ελλείμματος, που κυριολεκτικά αποτελεί βόμβα! Κι εδώ, σ’ αυτό το τελευταίο, ίσως χωράει η μεταφορά νερού από τον Αχελώο, μέσω του φράγματος της Συκιάς. Σκεφτείτε μια Θεσσαλία να εισέρχεται σε μια περίοδο ξηρασίας με όλα τα παραπάνω ακόμα στα χαρτιά ή ακόμα χειρότερα στα μυαλά μας. Πολύ φοβάμαι πως η αδράνεια και ατολμία θα μας οδηγήσουν στα χειρότερα!».
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, είναι εντυπωσιακή η ψευδεπίγραφη φιλοπεριβαλλοντική ρητορική των κομμάτων που ασκούν την κυβέρνηση στη χώρα μας.
Όπως αποδεικνύεται η βασική τους προτεραιότητα είναι να εξασφαλίζουν τις εκλογικές προτιμήσεις των κατοίκων του κάμπου χρησιμοποιώντας κατάλληλα κάθε είδους κίνητρα και ενισχύσεις (ΚΑΠ, επιδόματα, έκτακτες ενισχύσεις, έργα μικρής κλίμακας κ.λπ.), χωρίς όμως να διαμορφώνουν μια αγροτική πολιτική σε βάθος χρόνου με γνώμονα την επισιτιστική ασφάλεια, χωρίς να μεριμνούν για τη στέρεη δημιουργία συνθηκών βιωσιμότητας των αγροτικών νοικοκυριών, χωρίς να ενδιαφέρονται να εκπονήσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και να διαθέσουν τους ανάλογους οικονομικούς πόρους για την σταδιακή υλοποίηση των αναγκαίων υποδομών (πρωτίστως στο υδατικό), χωρίς να έχουν το θάρρος να λάβουν εκείνες τις αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις (π.χ. ολοκλήρωση η κατεδάφιση των έργων Άνω Αχελώου που προαναφέραμε) ώστε να γνωρίζουν οι αγρότες ποιες είναι πραγματικά οι διαθέσιμες ποσότητες νερού για το μέλλον στον τόπο τους!
Και όπως γράφει και ο Ζ. Αργυρόπουλος (ο.π.) τίθεται θέμα «διάθεσης κάποιων να ...σπάσουν τα αυγά, να συγκρουστούν όχι μόνο με συμφέροντα, αλλά με τη γενική αδράνεια που χαρακτηρίζει και ολόκληρη την κοινωνία».
Εμείς απλά θα συμπληρώσουμε πως μέσα στη συνεχιζόμενη στασιμότητα των προβλημάτων και τη διαχρονική κυβερνητική απραξία, οι αρμόδιοι συνεχίζουν να εθελοτυφλούν και να «ανέχονται» την αλόγιστη χρήση φυσικών πόρων και κατ’ επέκταση την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, παρότι στα λόγια περισσεύουν οι αναφορές τους στην κλιματική αλλαγή και οι «όρκοι» τους στην προστασία του περιβάλλοντος.
Είναι εντυπωσιακό πως όλο αυτό το χρονικό διάστημα της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου τα μεγάλα αυτά ζητήματα, ειδικά από τα κόμματα εξουσίας, απουσίαζαν εμφατικά.
Θα ήταν συνεπώς άδικο εάν αναφερθούμε σε πολιτική υποκρισία;
Με όλο τον σεβασμό λοιπόν στους κανόνες της δημοκρατίας και στις επιλογές των πολιτών, εφέτος ας μας επιτρέψουν την Παγκόσμια Ημέρα που είναι αφιερωμένη στο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ να την «εορτάσουμε» μόνοι μας, χωρίς εκείνους που με τις πρακτικές τους και την αδράνειά τους κρίνονται στην πράξη επιλήσμονες των υποχρεώσεών τους απέναντι στην προστασία της φύσης και τη βιώσιμη αξιοποίηση των «εργαλείων» που αυτή μας προσφέρει για μια καλύτερη ζωή, ιδιαίτερα των επομένων γενεών.*Γιαννακός Κώστας, γεωπόνος, πρόεδρος Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.,
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.,
*Κοτσιμπογεώργος Ηλίας, αντιπρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Θεσσαλίας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.