Ήταν η τρίτη φορά που εφαρμόστηκε ο αναθεωρημένος από το 2010 Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου, ο οποίος υπήρξε προϊόν της βούλησης του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Β’, να εισαχθούν μεταβολές, οι οποίες θα επέτρεπαν την με διαφορετικό τρόπο συμμετοχή του λαϊκού σώματος, των πιστών, αλλά και του κλήρου, στην εκλογική διαδικασία. Η επαναφορά του πληρώματος της Εκκλησίας στον αποφασιστικό ρόλο της συμμετοχής του στην ανάδειξη Μητροπολιτών, ανάγεται ασφαλώς στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, σηματοδότησε ωστόσο μία σαφή προσπάθεια να εκφραστεί το όλον της Εκκλησίας, προβάλλοντας ένα ισχυρό θεολογικό, εκκλησιολογικό και νομοκανονικό στίγμα. Κοινωνιολογικά, εξέφρασε και την απαίτηση των καιρών. Περισσότερη συμμετοχή, λιγότερη αδιαφάνεια, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, επαναφορά των θεμελιωδών της πίστης, της αποδοχής, της ταπείνωσης.
Εξελίχθηκε όμως η διαδικασία έτσι ώστε να μπορεί η Εκκλησία της Κύπρου σήμερα, να θεωρείται φάρος σηματοδότησης μιας νέας πορείας η οποία θα έπρεπε να μεταλαμπαδευτεί και στα καθ’ ημάς και όχι μόνον; Στις 18 Δεκεμβρίου κλήρος και λαός ανέδειξαν το λεγόμενο τριπρόσωπο από το οποίο στη δεύτερη φάση οι 16 Αρχιερείς και Επίσκοποι της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου εκλέγουν τον νέο Αρχιεπίσκοπο. Οι Λεμεσού κ. Αθανάσιος που έλαβε 35,7%, Πάφου κ. Γεώργιος με 18,39% και Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαϊας με 18,10% εκτέθηκαν ενώπιον της Ιεράς Συνόδου μετά την κληρικολαϊκή ψήφο και ανεδείχθη ο Πάφου κ. Γεώργιος. Η απόσταση που χώρισε την απόφανση του κληρικολαϊκού στοιχείου από την κρίση της Συνόδου, γεννά ασφαλώς εύλογα ερωτήματα.
Τα ερωτήματα αυτά, γίνονται πιεστικά όταν διατρέξουμε τις δηλώσεις που ακολούθησαν την κληρικολαϊκή κρίση. Ο Λεμεσού Αθανάσιος σημείωσε ότι «πρέπει να γίνει σεβαστή η ετυμηγορία του λαού για να έχει κουράγιο ο λαός να συμμετέχει στη διαδικασία», ενώ ο Πάφου Γεώργιος υποστήριξε ότι η ψήφος κλήρου και λαού είναι απλά και μόνο για να αναδείξει το τριπρόσωπο και η ακόλουθη διαδικασία είναι μια διοικητική πράξη της Συνόδου, για να εκλέξει η ίδια ανεξάρτητα από την κρίση του κληρικολαϊκού στοιχείου και γι’ αυτό, όπως υποστήριξε, δεν υπάρχει πρώτος και δεύτερος και τρίτος αλλά ένα τριπρόσωπο. Πρόκειται ασφαλώς γισ πλήρη παρερμηνεία του γράμματος του Καταστατικού Χάρτη. Η ψήφος κλήρου και λαού δεν είναι πυξίδα, δεν σηματοδοτεί τη διαδρομή στον οδικό χάρτη της εκλογής, αλλά είναι η διαδρομή η ίδια. Διότι διαφορετικά φαντάζει περιττή και αντικαταστατική η διαδικασία της ανάδειξης του τριπρόσωπου από την κληρικολαϊκή ετυμηγορία. Δεν είναι απολύτως ελεύθερη και αδέσμευτη η Ιερά Σύνοδος μετά την πρώτη ψηφοφορία. Οφείλει όχι να υποταχθεί στη λαϊκή βούληση, αλλά να την συνυπολογίσει, να την εκτιμήσει, να την σεβαστεί.
Είναι ασφαλώς μία δύσκολη άσκηση ισορροπίας. Διότι προσωπικές φιλοδοξίες, υπόγειες συνεννοήσεις, καταλυτικές συνδιαλλαγές, μοιάζουν να εξαφανίζουν τη θεμελιώδη και οριοθετούσα τη θεολογική και νομοκανονική αρχή της ορθόδοξης εκκλησιολογίας ότι η συνείδηση του πληρώματος εκφράζει και διαφυλάττει την αλήθεια της πίστης και την ορθόδοξη παράδοση. Δηλώσεις του Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, έθεσαν τον δάκτυλον υπό τον τύπον των ήλων: «Ακολουθώντας αυτή την ετυμηγορία κλήρου και λαού, όπως και για λόγους, τους οποίους μου υπαγορεύει η αρχιερατική μου συνείδηση, πέρα από σκοπιμότητες και μεθοδεύσεις, τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ της εκλογής του Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου και ανάδειξής του, ως του νέου Αρχιεπισκόπου Κύπρου».
Η εκλογή του Πάφου κ. Γεωργίου άφησε - με την παραγνώριση της βούλησης του πληρώματος της Εκκλησίας - την αίσθηση του κενού γράμματος των προβλέψεων του Καταστατικού Χάρτη, μα και την παραβίαση του πνεύματός του. Τί νόημα έχει η συμμετοχή του κληρικολαϊκού σώματος στη διαδικασία της εκλογής; Νομιμοποιεί μια προειλημμένη απόφαση; Καταλήγει να είναι άλλοθι; Δίνει υπόσταση στον Καταστατικό Χάρτη καθιστώντας τον ταυτοχρόνως, γράμμα κενό; Η Αρχιεπισκοπική εκλογή στην Κύπρο, αποτελεί κορυφαία αφορμή προβληματισμού για το σύνολο της Ορθοδοξίας. Δεν αρκεί να καλεί η Εκκλησία τον λαό να προσέλθει ξανά στους κόλπους της. Πρέπει να τον τιμά, να τον σέβεται, να του επιφυλάσσει τη θέση που η Θεολογία και το Δίκαιο του αποδίδουν. Έργω. Όχι λόγω. Δεν αρκεί να μεταρρυθμίζει νομικά κείμενα με καλές προθέσεις. Πρέπει να αναδέχεται και το βάρος της εφαρμογής. Με ευθύνη και ευθύτητα.
Η Ζωή Καραμήτρου είναι νομικός,
Δρ Εκκλησιαστικού Δικαίου, ειδική
επιστήμονας στο «Συνήγορο του Πολίτη»