Η Συμφωνία της Λωζάννης ήταν αναμφίβολα ετεροβαρής, καταφανώς σε βάρος της ελληνικής πλευράς και προδήλως υπέρ των τουρκικών θέσεων. Δεν θα μπορούσε να γίνει άλλωστε διαφορετικά. Η Ελλάδα παρουσιαζόταν στην ελβετική πόλη ηττημένη -αν, πράγματι, ηττήθηκε ο ελληνικός στρατός στα μικρασιατικά εδάφη προκαλεί, πάντως, αρκετή συζήτηση- και ο Κεμάλ βρήκε πρόσφορο διαπραγματευτικό έδαφος για να επιβάλει τις εθνικιστικές του θέσεις στους ξένους.
Οι «Σύμμαχοι», από την πλευρά τους, εκμεταλλευόμενοι την αρνητική για την Ελλάδα στρατιωτική και πολιτική συγκυρία, ευνόησαν τις τουρκικές διεκδικήσεις διαμέσου ελληνικών εδαφικών και άλλων υποχωρήσεων και όχι, βέβαια, δικών τους. Δι’ αντιπροσώπου, λοιπόν, ενήργησαν και αυτήν τη φορά όπως είχαν κάνει και στη Σμύρνη τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Στο εδαφικό κομμάτι, η Ελλάδα απώλεσε στη Λωζάννη τα τμήματα της Ανατολικής Θράκης που είχε κερδίσει και ενσωματώσει με τη Συνθήκη των Σεβρών καθώς και τα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου, ενώ επιδικάστηκε στην Τουρκία η περιοχή της Σμύρνης, στην οποία είχε επιβιβαστεί με συμμαχική εντολή, ως γνωστό, ελληνικός στρατός τον Μάιο του 1919.
Η ελληνική παρουσία εκριζώθηκε με τον τρόπο αυτόν βίαια, οριστικά και αμετάκλητα από τα εδάφη της Μικράς Ασίας και έναν χρόνο αργότερα από αυτά του Πόντου και της Καππαδοκίας, ενώ το ελληνικό κράτος, συρρικνωμένο, αλλά απαλλαγμένο πια από τη χίμαιρα της Μεγάλης Ιδέας γνώριζε μια νέα επώδυνη αρχή.
Πάλι καλά..., θα έλεγε κάποιος, αφουγκραζόμενος τη ρεαλιστική οπτική των πραγμάτων που ακολούθησε στη Λωζάννη ο επισπευσθείς διαπραγματευτής μας, Ελευθέριος Βενιζέλος. Έτσι έκανε πάντα ο Κρητικός πολιτικός σταθμίζοντας ταυτόχρονα με την ισορροπία στο πολεμικό ή διπλωματικό πεδίο της αντιπαράθεσής μας προς την Τουρκία τις διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αν δεν συμφωνούσαμε άλλωστε με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, ελληνο-ορθόδοξων της Μικράς Ασίας και μουσουλμανικών της Ελλάδας, στη Λωζάννη είναι βέβαιο ότι οι περίπου διακόσιες χιλιάδες Ελλήνων, χριστιανών στο θρήσκευμα, που είχαν απομείνει στη Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της, θα γίνονταν «βορά» στο εθνικιστικό μένος του Κεμάλ, θεμελιωτή της φυλετικής και εθνικής καθαρότητας από «μιαρές μεινονότητες» της Νέας Τουρκίας.
Από τη Συνθήκη της Λωζάννης εξαιρέθηκαν οι περίπου εκατό χιλιάδες Έλληνες της Κωνσταντινούπολης που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα εμπορικά ενδιαφέροντα των Δυτικών στην περιοχή πολύ καλύτερα από τους άπειρους και απαίδευτους Ανατολίτες, οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ίμβρου και της Τενέδου καθώς και οι μουσουλμανικοί της Δυτικής Θράκης, τους οποίους χρησιμοποιεί σήμερα ο πρόεδρος Ερντογάν ως όργανο του δικού εθνικισμού και αναθεωρητισμού.
Η Συμφωνία της Λωζάννης διαλάμβανε και άλλες ρυθμίσεις που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το στρατιωτικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και την Κύπρο. Εκείνο, ωστόσο, που θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας και η πολιτική ηγεσία του τόπου μας -με βάση αυτό- να επαγρυπνά είναι ότι δεν υπάρχει πια νόμιμη οδός για την αναθεώρηση της Συνθήκης παρά μόνο η πολεμική εμπλοκή των δύο κρατών και ο εκ επανακαθορισμός χερσαίων συνόρων και θαλάσσιων ζωνών.
Η τουρκική ηγεσία, εδώ και μία δεκαετία περίπου, διατυπώνει συστηματικά και σχεδιασμένα αναθεωρητικές θέσεις, που αφορούν τόσο στο στρατιωτικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου όσο και στη διευθέτηση των χερσαίων συνόρων (είναι γνωστό ότι με τη Συνθήκη της Λωζάννης σύνορο των δύο κρατών ορίστηκε ο ποταμός Έβρος, ενώ οριοθετήθηκε και η εδαφική τους επικράτεια, για δε την Ελλάδα, εξ αφορμής της Συμφωνίας της Λωζάννης και χάρη στην προνοητικότητα και διορατικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου, σφυρηλατήθηκε η εθνική της ομοιογένεια).
Την άνοιξη δε του 2020 η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα άνευ προηγουμένου και ορμητικότητας υποβολιμιαία κατευθυνόμενο προσφυγικό κύμα στην περιοχή του ποταμού Έβρου, που δεν απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί μορφή «ασύμμετρης απειλής» σε βάρος της εδαφικής μας ακεραιότητας.
Από την περιπέτεια της Μικρασιατικής Καταστροφής αποδείχτηκε ότι η χώρα μας δεν μπορεί να επαφίεται στις διαθέσεις της στιγμής που επιδεικνύουν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες και ευμετάβολες είναι και καθορίζονται ακραιφνώς από τα συμφέροντά τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η αμερικανική εξωτερική πολιτική, διαχρονικά, δεν φαίνεται να αγνοεί τον περιφερειακό γεωπολιτικό παράγοντα «Τουρκία» ανεξαρτήτως πολιτικής ηγεσίας ακόμη και σε περιόδους που τα «τσαλίμια» του νεόκοπου σουλτάνου ξεπερνούν κάθε διακηρυγμένο επιτρεπτό όριο (βλ. την προμήθεια της Τουρκίας σε πυραυλικά συστήματα S-400 από τη Ρωσία του Πούτιν).
Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη δυναμική των διεθνών σχέσεων και με βάση το διαχρονικό και αυταπόδεικτο μήνυμα του Θουκυδίδη «περί ισχύος», η ελληνική πολιτική ηγεσία οφείλει να εξασφαλίσει όρους ικανότητας και αυτάρκειας στην αμυντική θωράκιση της χώρας μας και κυρίως να κατανοήσει, πράγμα έως τώρα ανέφικτο, ότι η ασφάλεια της πατρίδας βρίσκεται πάνω από πολιτικά διακυβεύματα, κομματικές επιδιώξεις και πολιτικές καριέρες.
Από τον Βασίλη Πλατή,
φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.