Η αισχροκέρδεια είναι θέμα προτεραιότητας στον πολιτικό διάλογο, όχι με μάταιες καταγγελίες, αλλά με ειδικές επισημάνσεις, κατανοητές επεξηγήσεις και ρεαλιστικές προτάσεις. Είναι και το φαινόμενο της θεαματικής πληρότητας των μονάδων φιλοξενίας (ξενοδοχείων 4* και 5*, κατοικιών, δωματίων) και εστίασης από Έλληνες, το 40% των οποίων δηλώνει καθαρό ετήσιο εισόδημα κάτω των 5.000 ευρώ. Καλό για τις τοπικές αγορές, κακό για την εθνική οικονομία από τους εκατοντάδες χιλιάδες αναχωρητές αναψυχής στο εξωτερικό. Στο Ντουμπάι πέρυσι τα Χριστούγεννα είχε ταξιδέψει ολόκληρη παροικία. Άγνωστοι μη επώνυμοι Έλληνες κατά χιλιάδες τα έσπασαν σε πάμπολλα πεντάστερα και βίλες της περιοχής. Αυτή η διαχρονική «ιστοριούλα» της κραιπάλης των Ελληναράδων περιέχει ένα ερώτημα. Από πού τα χρήματα, αν όχι από τη μαύρη οικονομία με αιχμή την εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Θα συνεχίζεται στο άπειρο το απυρόβλητο της στρατιάς των ανόμων Συνελλήνων, που λοιδωρούν και προκαλούν την υπόλοιπη κοινωνία; Το μαύρο χρήμα είναι περισσότερο από το 20% του ΑΕΠ. Αυτό προκύπτει από το ύψος των ελληνικών καταναλώσεων, που εκτινάσσουν και την εξαγωγή συναλλάγματος, που με κόπο εισάγει ο τουρισμός.
Κανένας λαλίστατος, κατά τα άλλα, πολιτικός μας δεν προβάλλει στον δημόσιο διάλογο τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Ψήφους χρειάζονται οι άνθρωποι και δεν είναι δυνατόν να θίξουν το 40% τουλάχιστον των ψηφοφόρων τους. Όμως, το παρελθόν και το παρόν και αυτού του διαχρονικού φαινομένου πρέπει να διδάσκει την πολιτική, που εκφράζεται με το σύνολο των κανόνων μιας πολιτείας. Αντί να κάνει κανείς πολιτική υπέρ της μάζας, την κάνει εναντίον της. Κοινής νοημοσύνης άνθρωποι καταλαβαίνουν, τι αγαπούν ν’ ακούν και να διαβάζουν στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες. Παραμύθια, ψέματα και αληθινά ή όχι σκάνδαλα. Θα έπρεπε στα διακόσια χρόνια ελευθερίας να είχαμε διαμορφώσει μια ποιότητα πολιτικής. Δεν το κάναμε και δεν το κάνουμε, παρότι τεράστιο ποσοστό των Ελλήνων/-ίδων έχουν πλέον πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όχι όμως ανάλογη παιδεία. Ο Ευρυτάνας εθελοντής φαντάρος κι αργότερα συνταγματάρχης και ικανός στρατηλάτης, τρεις φορές βουλευτής, δύο φορές πρωθυπουργός και αντιβασιλεύς Γεώργιος Κονδύλης (+1936) -ο αποκαλούμενος κεραυνός- είχε πει, πως αν γνώριζε από μικρός τον ελληνικό λαό, θα τον είχε κυβερνήσει από έφεδρος λοχίας, που ήταν στο πυροβολικό.
Ας γυρίσουμε στα προτάγματα της πολιτικής. Δεν την έχει προφανώς απασχολήσει η τήρηση του Συντάγματος από τα ίδια τα κόμματα. Κατά το Σύνταγμα, η ατομική ιδιοκτησία και το προσωπικό επιχειρείν αποτελούν βιωματικά θεμέλια του Έθνους. Δύο τουλάχιστον κόμματα στα ιδρυτικά τους καταστατικά είναι εναντίον τόσο της ατομικής ιδιοκτησίας όσο και του ατομικού επιχειρείν. Για αυτά, γη, εργοστάσια, μέσα παραγωγής, αποτελούν κοινωνική/κοινοτική ιδιοκτησία. Το καταστατικό βάθρο, η ιδεολογία και οι επιδιωκόμενοι σκοποί του ΚΚΕ, λ.χ. είναι ασύμβατοι με το Σύνταγμα. Ή κάνω λάθος. Η πολιτική κάλυψη της λειτουργίας του βρίσκεται στη φερόμενη ειρηνική μετάβαση στον μαρξισμό, που δεν είναι όμως νοητή, όπως έδειξε η παγκόσμια πραγματικότητα. Είναι, ωστόσο, σεβαστή η δημοκρατική κοινοβουλευτική και κοινωνική του πορεία.
Εάν υποθετικά το ΚΚΕ κυβερνήσει, τι θα κάνει με το Σύνταγμα; Το δημιούργημα του Αβραάμ Μπεναρόγια δεν είναι μόνον το μακροβιότερο ελληνικό κόμμα (με περιοδικές απαγορεύσεις), αλλά και το πλέον κινηματικό με τους πιστότερους και πλέον ανιδιοτελείς οπαδούς έστω ανέφικτων (;) στόχων. Ανάλογους σκοπούς είχε από το 2013 μέχρι το 2016 ο ΣΥΡΙΖΑ. Άλλαξε το προοίμιο του καταστατικού του το καλοκαίρι του 16 χωρίς καμιά διαμαρτυρία των μαρξιστών λενινιστών του. Εκπλήττει η συνέπεια (!). Αλλά και γιατί να θεωρηθεί γνήσια η «μπαμ και κάτω» κατάργηση της μαρξιστικής λενινιστικής ιδεολογίας του.
Θα άξιζε τον κόπο ν’ απαντηθούν ζητήματα αντινομίας, όταν τίθεται σήμερα θέμα απαγόρευσης άλλου κόμματος, το οποίο δεν έχει μεν σκοπούς εκτός Συντάγματος, έχει όμως αναγνωριστεί de facto ως εγκληματική οργάνωση. Προβληματίζει η απαγόρευση λειτουργίας συνταγματικού μορφώματος με οποιαδήποτε νομική αιτιολόγηση. Δηλαδή η «Χρυσή Αυγή» στόχευε καταστατικά να δολοφονεί πολίτες και πολιτικούς αντιπάλους; Κατ’ άρθρο 29.1 Σ. «...η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η επιχειρούμενη απαγόρευση εισόδου στη Βουλή του ισχυρού κοινωνικά [διαδόχου της Χρυσής Αυγής] κόμματος Κασιδιάρη στηρίζεται κατά τον κ. Γεραπετρίτη «στη μη ανακήρυξη στις εθνικές εκλογές κομμάτων των οποίων η ηγεσία έχει καταδικαστεί (σημ.: και πρωτοδίκως;) για εγκλήματα ιδιαίτερης ποινικής απαξίας και κομμάτων των οποίων η οργάνωση και η δράση δεν εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τυχόν καταδίκη υποψηφίων βουλευτών, ιδρυτικών μελών και διατελεσάντων προέδρων». Αυτή η εξειδίκευση της συνταγματικής επιταγής δημιουργεί ερωτηματικά και φαίνεται αντίρροπη με τη λειτουργία κομμάτων που στοχεύουν ιδεολογικά στην ανατροπή θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Η αντιδημοκρατικότητα δεν αφορά μόνον τη δράση, αλλά και την ιδεολογία και τις πολιτικές διακηρύξεις των κομμάτων. Συμφέρει, βέβαια, σήμερα στο κυβερνών κυρίως κόμμα να φύγει από τη μέση ένα ακροδεξιό αγκάθι, αλλά η επιχειρούμενη απαγόρευση ούτε επιτυχία θα έχει (το απαγορευμένο στον εμφύλιο και μετά ΚΚΕ λειτούργησε μέσα από την ΕΔΑ) και είναι αμφίβολο, αν θα σταθεί στα δικαστήρια.
Έχω αρκετά απασχολήσει αυτήν τη στήλη με τη δικαιοσύνη, που και αυτή είναι εκτός του πολιτικού διαλόγου. Πρόκειται για θλιβερή κατάσταση, που κανείς δεν θέλει να διορθώσει, αν και η χώρα διασύρεται παγκοσμίως και πλήττονται οικονομία και κοινωνία στο εσωτερικό της. Είμαστε κάτω από τον πάτο της κατάταξης ποιότητας και χρόνου έκδοσης συνήθων αποφάσεων της Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος χρόνου έκδοσης απόφασης σε αγωγή αστικής διαφοράς είναι 445 μέρες και στην Ελλάδα 1.771. Τα σχόλια περιττεύουν, αλλά οι αιτίες, που έχω θίξει σε προηγούμενα άρθρα, δεν ομολογούνται από τις δικαστικές ενώσεις, τους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα πολιτικά κόμματα. Με μιάμιση μόνον ώρα ελληνικού ημερησίου δικαστικού ακροατηρίου στους 12 μήνες του χρόνου δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Αυτό είναι πολιτικό πρόταγμα. Όχι οι επισυνδέσεις μιας ΕΥΠ [δημοσιοϋπαλληλικό σουρωτήρι] αλά ελληνικά, όπου καθένας κάνει το κατά δύναμιν, ν’ απαξιώσει μια σημαντική υπηρεσία εθνικής ασφάλειας. Έχει -και όχι μόνον πολιτική- ευθύνη ο Πρωθυπουργός, αλλά δεν την υπολογίζει και πολύ η κοινή γνώμη. Επειδή στην ΕΥΠ υπάρχει με ισχυρές ενδείξεις και αντιπολιτευτική δομή πληροφόρησης του κ. Τσίπρα, που γνωρίζει τα ονόματα των παρακολουθούμενων «από μέσα». Και επειδή τον κόσμο ενδιαφέρουν σοβαρότερα πράγματα. Έχω πάντως την αίσθηση πως όποιος διαθέτει κατάλληλες γνωριμίες σ’ αυτήν την υπηρεσία, μπορεί να παρακολουθήσει, όποιον επιθυμεί. Εκτός και αν διαθέτει ιδιωτική πηγή παρακολούθησης, που μάλλον είναι ευκολότερο.
Του ‘τυχε, όμως, τελευταία του κ. Μητσοτάκη και η ιστορία με τα φωτογραφημένα ναρκωτικά του γιου Θεοδωρικάκου. Δεν υπάρχει λογική αμφιβολία για τη συγκάλυψη της υπόθεσης πριν δύο χρόνια από τον αρχηγό του σώματος και τον επικεφαλής της άμεσης δράσης ανώτατου αξιωματικού της Αστυνομίας. Θλιβερή η εκδικητική, μετά διετία, λόγω αποστράτευσής του, καταγγελία του πρώην διοικητή της άμεσης δράσης και συνεργού της συγκάλυψης. Δυσάρεστη και η απόπειρα νέας συγκάλυψης της ιστορίας από τον υπουργό και τον διοικητή της Αστυνομίας που πρωταγωνίστησε και αυτός στη συγκάλυψη. Ο πρώτος πήγε και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με δημοσιογράφους και κάμερες να καταθέσει μήνυση για τη δήθεν ψευδή καταγγελία του αποστρατευθέντος αξιωματικού. Το φαίνεσθαι προορίζεται για τους ιθαγενείς, αφού ο εισαγγελέας του Α.Π. είναι αναρμόδιος. Ούτε που θα διαβάσει το χαρτί, αλλά η γραμματέας του θα το στείλει στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τα περαιτέρω. Άκομψο πολιτικό παίγνιο εκτός άλλων και διότι προ έτους ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κάλεσε κάθε μηνυτή, ν’ απευθύνεται στον μόνο αρμόδιο εισαγγελέα Πρωτοδικών. Ντροπιαστικές είναι οι πράξεις και τα παίγνια, αυτών που στάθηκαν στη συγκεκριμένη υπόθεση (Θεοδωρικάκος, αρχηγός ΕΛ.ΑΣ., διοικητής Αμεσης Δράσης) κατώτεροι των περιστάσεων. Δεν είχαν και συνεχίζουν να στερούνται ίχνους προσωπικής ευθύνης, υπηρεσιακού καθήκοντος και σοβαρότητας.
Με ανάλογα μιας γκρίζας πραγματικότητας θέματα θα πάμε στις εκλογές. Πολλά θα κριθούν από την υψηλή ένταση δευτερεύουσας και χαμηλής ατζέντας θέματα της καθημερινότητας. Όχι από τα μεγάλα ζητήματα του τόπου. Έτσι, όμως, προκύπτουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Γράφει ο Όμηρος