Ήταν βράδυ. Το ηλικιωμένο ζευγάρι ετοιμαζόταν να ξαπλώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε η Μαρία. - Αυτό ήταν το όνομα της γυναίκας. Μια αντρική φωνή ακούστηκε.
«Είστε η Μαρία, η συγγραφέας»;
«Ναι αυτή είμαι, εσείς…»;
«Δεν με ξέρετε, εγώ σας γνωρίζω απ’ τα γραπτά σας. Σας διαβάζω χρόνια, σε διάφορα έντυπα και εφημερίδες και απορώ πού βρίσκετε τη διάθεση και συνεχίζετε…».
Ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση. Πολύ συχνά γράφετε για την αγάπη… Πείτε μου. Εσείς αγαπάτε όλον τον κόσμο; Ακόμα και τους εχθρούς…;
Η Μαρία που ως εκείνη την ώρα σιωπούσε, μίλησε.
«Συγγνώμη που δεν θα σας απαντήσω, αλλά δεν συνηθίζω να μιλάω με αγνώστους…», και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ταράχτηκε κάπως. Ο άντρας της την αγκάλιασε τρυφερά… «Τι έγινε κορίτσι μου – ακόμα και τώρα στα ογδόντα την αποκαλούσε “κορίτσι μου”. Ποιος ήταν στη τηλέφωνο»;
«Ένας που δεν θέλησε να δηλώσει ταυτότητα Γιώργο μου» - Αυτό ήταν το όνομα του συζύγου.
«Και τι ήθελε νυχτιάτικα»;
«Άφησέ το, πάμε να ξαπλώσουμε να ηρεμήσω».
«Πάμε, καλά έκανες που το έκλεισες το τηλέφωνο. Αυτοί οι άνθρωποι που τηλεφωνούν μέσα στη νύχτα ανώνυμα είναι αδιάντροποι».
Ξάπλωσαν, ο Γιώργος κοιμήθηκε αμέσως. Εκείνη έκλεισε τα μάτια, αλλά ο ύπνος δεν της έκανε τη χάρη να έρθει…
Η Μαρία καταγόταν από ένα ορεινό χωριό του Κισσάβου. Ένα πολύ όμορφο χωριό με πολλά δέντρα και τρεχούμενα νερά. Οι βρύσες έτρεχαν μέρα-νύχτα στις πέτρινες κάνουλες, που είχαν πρασινίσει απ’ το χρόνο. Εκεί πότιζαν οι χωριανοί τα ζώα και από εκεί έπαιρναν νερό οι νοικοκυρές στα καλογανωμένα γκιούμια. Όλα τέλεια, αλλά, στον εμφύλιο πόλεμο, σ’ αυτό το πανέμορφο χωριό, δεν υπήρχε αγάπη, δυστυχώς. Η Μαρία έχασε και τους δύο γονείς της, στα πρώτα χρόνια της ζωής της αυτήν την… άγρια εποχή.
Μεγάλωσε στην οικογένεια του παππού της. Ο παππούς ο Νικολάκης, - έτσι τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί. Ο παππούς ο Νικολάκης λοιπόν, ήταν ένας σοφός άντρας με μια πολυμελή οικογένεια. Ζούσε μαζί με τη γιαγιά σε ένα σπίτι, στο μεγάλο αγρόκτημα που είχε στους πρόποδες του βουνού και η υπόλοιπη οικογένεια στο πανέμορφο αυτό χωριό που περιγράψαμε. Μαζί τους και η Μαρία. Ο παππούς ήταν ένας καλόκαρδος και φιλόξενος άνθρωπος.
Όποιος οδοιπόρος περνούσε από εκεί και σταματούσε να ξαποστάσει δεν έφευγε ποτέ διψασμένος και νηστικός. «Βάλτου να φάει», έλεγε στη γιαγιά και δώστου και… κοντά (μαζί του). Όποιος φτωχός και πεινασμένος υπήρχε στην περιοχή, εκεί έβρισκε καταφύγιο. Να βγάλει τον χειμώνα βοηθώντας στο κτήμα και στα κοπάδια του παππού.
Η Μαρία μεγάλωσε με τη φροντίδα της οικογένειας. Οι θείες της αργότερα παντρεύτηκαν στην πόλη. Η μία απ’ αυτές δεν απέκτησε παιδιά και υιοθέτησε τη Μαρία, που την αγαπούσε πολύ.
Όταν ενηλικιώθηκε το κορίτσι… κλήθηκε να αποφασίσει. Τον δρόμο της… Αρετής ή της Κακίας! Τον δρόμο του μίσους ή της αγάπης! Είχε όλο το δικαίωμα να το κάνει και να αποφασίσει, γιατί μεγάλωσε χωρίς τους πολύτιμους, για όλους γονείς.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, απέναντί της βλέπει τον Εσταυρωμένο, κρεμασμένο δίπλα στη βιβλιοθήκη της. Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό της. Θυμάται τα λόγια Του πάνω στο σταυρό. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι…»!!!