Σήμερα πάλι, αγγίζουμε αυτήν την εποχή μέσα από τις πληροφορίες που μας έδωσε η καλή παλιά μας γειτόνισσα για τα όσα έζησε η μητέρα της -κάτοικος τότε της περιοχής όπου διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις- από τις πρώτες μέρες της εισβολής των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, το 1940.
Η μητέρα της καλής μας γειτόνισσας, λοιπόν, έλεγε αργότερα στα παιδιά της, πως εκείνες τις πρώτες μέρες εισβολής των Ιταλών επικρατούσε εύλογη ανησυχία και αναστάτωση στους κατοίκους της περιοχής (Δίλοφο, Επταχώρι Καστοριάς) για την έκβαση του πολέμου που διεξαγόταν λίγο πάνω από τα σπίτια τους. Εκείνο, όμως, που έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη της ήταν οι τρεις λέξεις που ακούγονταν σε όλη την περιοχή αγωνιωδώς: Βάμα, Δαβάκης, βοήθεια...
Ο συνταγματάρχης Πεζικού Κωνσταντίνος Δαβάκης (1879-1943), διοικητής του 51ου Πεζικού και στη συνέχεια του αποσπάσματος Πίνδου με έδρα το Επταχώρι της Καστοριάς, έγραψε μαζί με τους στρατιώτες του τις πρώτες ηρωικές σελίδες του Ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά και του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αφού ήταν η πρώτη ήττα των δυνάμεων του Άξονα.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο συνταγματάρχης Δαβάκης με τους 2.000 άνδρες του αποσπάσματος Πίνδου βρέθηκε αντιμέτωπος με τις επίλεκτες ιταλικές δυνάμεις (3η ιταλική Μεραρχία αλπινιστών ΤΖΟΥΛΙΑ) των 15.000 ανδρών.
Ο οξυδερκής Δαβάκης εξυψώνοντας το ηθικό των ηρωικών ανδρών του κατόρθωσε σε λίγες μέρες να κυκλώσει τους Ιταλούς εισβολείς. Είναι αυτό που έλεγε συχνά στους στρατιώτες του, σε ώρες ανάπαυλας: «Πού θα μου πάνε, κάπου θα τους μαντρώσω εγώ»...
Ο ποιητής Νικηφόρος Βρετάκος, στρατιώτης του αποσπάσματος, γράφει κάπου: «Την 28η Οκτωβρίου βρέθηκα στο αλβανικό μέτωπο. Οι δρόμοι, όλο λάσπη. Βρισκόμαστε στο Επταχώρι, βράδυ. Η επίθεση έγινε το πρωί. Το βράδυ έγινε ένας χορός που τον έσερνε ο συνταγματάρχης Δαβάκης».
Την 1η Νοεμβρίου ο ηρωικός συνταγματάρχης σε μία κίνηση αντιπερισπασμού τραυματίζεται στο στήθος κοντά στον Προφήτη Ηλία Φούρκας. Ένας Ιταλός ξεκομμένος από τη μονάδα του τον σημάδεψε και το βόλι του όπλου του τον βρήκε τον Δαβάκη λίγο κάτω από την καρδιά. Λαβωμένος, δεν σταμάτησε να εμψυχώνει τους άνδρες του. Ο δημοσιογράφος Βάσος Τσιμπιδάρος, στρατιώτης κι αυτός του αποσπάσματος, βρέθηκε πολύ κοντά στον τραυματία Δαβάκη, αφού έκανε και τον νοσηλευτή. Αφηγείται «(...) του έκανα μία ένεση καμφοράς και του άλλαξα τον επίδεσμο. (...) Μ’ έφαγαν έλεγε, αλλά τους αλάλιασα. Τώρα δεν θα’ χουν σταματημό! Τους μάντρωσα και τους την έφερα κατακέφαλα!...»*. Στον αξιωματικό που πρώτος έτρεξε κοντά του, βρήκε τη δύναμη να πει: «Άσε με εμένα, πες με πεθαμένο! Και κοίτα να μη σου πάρουν τις θέσεις! Τράβα!».
Αναίσθητος μεταφέρεται με το φορείο στο Επταχώρι κι από κει στην Αθήνα για νοσηλεία. Τον Δεκέμβριο του 1942, ενώ ακόμη νοσηλεύεται, συλλαμβάνεται από τις ιταλικές δυνάμεις Κατοχής, επιβιβάζεται μαζί με άλλους αξιωματικούς στο ατμόπλοιο «Citta de la Genova» με προορισμό ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το πλοίο τορπιλίζεται από συμμαχικό υποβρύχιο και βυθίζεται. Ο Δαβάκης, αφού ανασύρεται νεκρός, αναγνωρίζεται και θάβεται στον Αυλώνα της Αλβανίας.
* Σου γράφω από το μέτωπο 1940 – 1941. Ιστορικά
Ελευθεροτυπία, σελ. 135, 2010.
Από τον Τάσο Πουλτσάκη