Η διαδικασία αυτή ήταν δύσκολη, γιατί είχες να κάνεις με ζώο και δεν ήξερες την αντίδρασή του και γινόταν σε τρεις φάσεις:
Στην πρώτη φάση ακινητοποιούσαν το ζώο ο καλιγωτής με τη βοήθεια και ενός δεύτερου ατόμου (συνήθως του ιδιοκτήτη του ζώου), ο οποίος κρατούσε λυγισμένο το πόδι στο οποίο δούλευε ο πεταλωτής.
Κατά τη δεύτερη φάση αφαιρούταν το παλιό πέταλο (εφόσον υπήρχε) και έκοβαν ή έξυναν την οπλή του ζώου όσο χρειαζόταν, για να μπορέσει να προσαρμοστεί το νέο πέταλο. Το υλικό των πετάλων ήταν σίδηρος (μαλακός κυρίως), γιατί το έδαφος ήταν πετρώδες.
Τέλος, στην τρίτη φάση, τοποθετούσαν το πέταλο στην κάτω επιφάνεια της οπλής και το κάρφωναν με καρφιά που είχαν κλίση προς τα έξω, ώστε να μην τραυματίσουν το κρέας κάτω από την οπλή. Τέλος, γύριζαν ή έκοβαν το τμήμα των καρφιών που προεξείχε προς τα πάνω, για να μην πληγώσουν το δέρμα του ζώου.
Το πέταλο το θεωρούσαν ως γουρλίδικο μέταλλο και πολλές φορές το κρεμούσαν με την καμάρα προς τα κάτω πάνω από την πόρτα του σπιτιού (το έχουν κρεμασμένο ακόμη και σήμερα σε πολλά σπίτια) για γούρι, διότι επικρατούσε η αντίληψη ότι συμβολίζει την καλοτυχία και τη σιδερένια υγεία, καθώς και ότι εξασφαλίζει την οικογενειακή ευημερία και την προστασία.
Ο θυμόσοφος λαός μας δεν άφησε φυσικά ασχολίαστη και αυτήν την τέχνη και έπλασε τις παρακάτω παροιμίες:
«Το καλιγωμένο τ’ άλογο, την πέτρα δεν φοβάται». «Αυτός καλιγώνει και ψύλλο» για τους τετραπέρατους.
Μπαίνοντας πλέον στη δεκαετία του ‘70, τα χρήσιμα αυτά τετράποδα εξαφανίστηκαν και στη θέση τους ήρθαν τα τρακτέρ, τα αγροτικά και τα αυτοκίνητα... Κανείς δεν έχει σήμερα άλογο, εκτός από λίγους συμπολίτες μας, λάτρεις αυτών των πανέμορφων ζώων, που διαθέτουν χρήματα και χρόνο για να τα διατηρούν, ή κάποιων Ιππικών Ομίλων. Και όλα αυτά γιατί έχουν αλλάξει οι ανάγκες των ανθρώπων, αλλά και η τεχνολογία.
Από τον Γιάννη Γούδα