Του Κώστα Γιαννούλα
Η οικονομική κρίση, που μαστίζει τη χώρα μας, και τα μέτρα, που επιβάλλονται για την αντιμετώπισή της, δημιούργησαν και δημιουργούν προβλήματα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, σ’ όλους τους Έλληνες, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι απ’ αυτή την κατάσταση και το δείχνουν και με τη συμπεριφορά τους και με την ψήφο τους.
Μπορεί, βέβαια, την προσοχή και το ενδιαφέρον μας να το κερδίζουν καθημερινά με τους αγώνες τους και με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε. συγκεκριμένες ομάδες δημοσίων υπαλλήλων, που είτε είδαν τις αποδοχές τους να μειώνονται σημαντικά, είτε βρίσκονται σε διαθεσιμότητα, είτε, πολύ χειρότερα, απολύθηκαν, είναι, όμως, ειδικά οι τελευταίοι πολύ λίγοι, αν τους συγκρίνει κανείς με τις εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων, που προέρχονται απ’ τον ιδιωτικό τομέα, είτε γιατί έπεσαν οι ίδιοι έξω, είτε γιατί έκλεισαν οι επιχειρήσεις, όπου εργάζονταν. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι απ’ όλους τους ανέργους στην πιο δύσκολη θέση βρίσκονται εκείνοι, που δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία, δεν είναι σε θέση να τους βοηθήσουν οι γονείς τους, θέλουν να εργασθούν και δεν βρίσκουν εργασία.
Αυτούς τους τελευταίους τους ξεχωρίζω, γιατί υπάρχουν στη χώρα μας και άνεργοι, που οφείλουν την ανεργία τους όχι τόσο στην έλλειψη θέσεων εργασίας, εποχικών έστω, αλλά στη διάκριση αυτών εκ μέρους τους σε αξιοπρεπείς και παρακατιανές, οπότε αποφεύγουν τις δεύτερες, και στην αδυναμία τους να ζουν παρασιτικά σε βάρος οικείων προσώπων αλλά και της πολιτείας, που πρέπει να τους συνδράμει. Δεν έμαθαν, δυστυχώς, στη ζωή τους, ότι η δουλειά, η όποια τίμια δουλειά, δεν είναι ντροπή και ότι ντροπή είναι ο παρασιτισμός και η τεμπελιά. Και επειδή σήμερα, έτσι όπως αφήσαμε να εξελιχθούν τα πράγματα, μόνο «παρακατιανές» θέσεις εργασίας υπάρχει περίπτωση να βρει κανείς, προτιμούν κάποιοι απ’ αυτούς να κάθονται υπό σκιάν, παρά να αλλάξουν συνήθειες και να προσαρμόσουν τις επιθυμίες τους στα νέα δεδομένα.
Τα γράφω όλα αυτά, που σημειωτέον δεν είναι πρωτόγνωρα στην Ελλάδα, γιατί αυτές τις μέρες συζητώντας με επιχειρηματίες, που δραστηριοποιούνται με επιτυχία στην περιοχή, απ’ την οποία κατάγομαι, διαπίστωσα ότι το φαινόμενο αυτό δεν ανθεί μόνο στα αστικά κέντρα, που οι αργόσχολοι γέμισαν καφετέριες και μπαρ, αλλά και στην επαρχία.
Διαπίστωσα, λοιπόν, ότι και σε μικροεπιχειρήσεις της περιοχής μου απασχολούνται νόμιμα και σε σταθερή βάση ορισμένοι αλλοδαποί, απολαμβάνοντας ό,τι δικαιούται ένας εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα. Άλλοι απ’ αυτούς ψήνουν σουβλάκια, άλλοι είναι σερβιτόροι, άλλοι προσφέρουν γεωργικές και κτηνοτροφικές υπηρεσίες, όπου υπάρχει ζήτηση, και καλά κάνουν, αφού πλάσματα του Θεού είναι κι αυτοί και με τον ιδρώτα του προσώπου τους κερδίζουν τον άρτο τους και μάλιστα εργαζόμενοι νόμιμα σε εργοδότες, που τους δίνουν αυτό, που δικαιούνται.
Όταν, λοιπόν, ακούς ότι επιχειρηματίες απευθύνονται σε ντόπιους ανέργους, ζητούν ψήστες, σερβιτόρους και εργάτες γης ή στάνης και άλλες παρόμοιες ενασχολήσεις με πλήρη εργασιακά δικαιώματα, και εισπράττουν άρνηση, γι’ αυτό και καταλήγουν σ’ αλλοδαπούς, τι άλλο μπορεί να κάνει κανείς απ’ το να δημοσιοποιήσει αυτά, που πέφτουν στην αντίληψή του, προκειμένου ν’ αναδείξει το πρόβλημα και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένοι άνεργοι είναι άξιοι της τύχης τους; Είναι ή δεν είναι αυτό κατάντημα;
Ευτυχώς, που το τελευταίο διάστημα λόγω οικονομικής κρίσης και μεγάλης ανεργίας και επειδή «ανάγκα και θεοί πείθονται» δειλά-δειλά όλο και κάποιοι ντόπιοι άνεργοι εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους και για τέτοιου είδους εργασίες κάτι είναι κι αυτό.