Μέσα σε κλίμα ανησυχίας και καχυποψίας που συντηρεί η κλιμακούμενη τεχνητή ένταση της τουρκικής ηγεσίας, ο Οκτώβριος, είναι αλήθεια, παρέχει αρκετές αφορμές για εθνική ανάταση και υπερηφάνεια. Προφανώς, η ομόθυμη ένοπλη απάντηση του ελληνικού λαού στον Ιταλό εισβολέα στα βουνά της Αλβανίας, αλλά και ο τερματισμός της επαχθούς γερμανικής Κατοχής στα τέλη του μήνα να σηματοδοτούν ιστορικά ορόσημα.
Ωστόσο, με τους Βαλκανικούς Πολέμους, το ασφυκτικά περιορισμένο ελληνικό κράτος άρχισε να «ξανοίγεται» εδαφικά εγκολπωνόμενο, μεταξύ άλλων, τις βόρειες ελληνικές ιστορικές χώρες Μακεδονία και Ήπειρο, αλλά και τη μεγαλόνησο Κρήτη.
Ήταν 5 του μήνα όταν άρχιζε η μεγάλη εθνική εξόρμηση από τα ελληνοτουρκικά σύνορα που βρίσκονταν τότε στη Μελούνα. Την απελευθέρωση της Ελασσόνας ακολούθησαν τα Σέρβια, η Κατερίνη, η Βέροια, η Νάουσα, η Έδεσσα, τα Γιαννιτσά, σε μια οριακή και πεισματώδη αναμέτρηση, και τέλος η Θεσσαλονίκη.
Η συμπρωτεύουσα παραδόθηκε από τον επικεφαλής του τουρκικού στρατού Χασάν Ταξίν Πασά στον διάδοχο του θρόνου και αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο στις 26 Οκτωβρίου 1912, ανήμερα της μεγάλης εορτής του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου.
Η ιστορική συγκυρία είναι αρκετά διδακτική. Λίγα μόλις χρόνια από το «στραπάτσο» του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 που οδήγησε σε μια ταπεινωτική και οικονομικά επώδυνη συμφωνία, αλλά και στην επιβολή του διεθνούς οικονομικού ελέγχου, το ελληνικό κράτος εμφανίζεται σφριγηλό και έτοιμο να αναλάβει επιθετική δράση για την απελευθέρωση των «αλύτρωτων αδελφών». Τι είχε μεσολαβήσει;
Η ευνοϊκή συνθήκη ήταν η συνισταμένη της κοινής δράσης ισχυρών προσώπων, χρηστής οικονομικής διαχείρισης και οικοδόμησης συμμαχιών. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αυτήν τη φορά συμπορεύτηκε με τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο με τις «ευλογίες» του βασιλιά Γεωργίου Α’ που παρενέβαινε όταν ο αρχιστράτηγος υιοθετούσε αδιάλλακτη στάση (λ.χ. στην εμμονή του να βαδίσει ο ελληνικός στρατός προς το Μοναστήρι και όχι προς τη Θεσσαλονίκη που επιθυμούσε ο Βενιζέλος, ενώ οι Βούλγαροι βρίσκονταν στο κατώφλι της πόλης).
Η οικονομική παράμετρος ήταν απόρροια της παρέμβασης των ξένων στα δημοσιονομικά του κράτους, αλλά και της ευχερούς αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Έτσι, σε λίγα χρόνια η ελληνική οικονομία ανάνηψε από τη χρεοκοπία του 1893, τα ελλείμματα «συμμαζεύτηκαν», σταδιακά οι προϋπολογισμοί έγιναν «θετικοί», βρέθηκε χώρος για εξοπλιστικές δαπάνες και πολεμική προπαρασκευή.
Κοντά σε αυτά, η διπλωματική οξύνοια του Ελευθέριου Βενιζέλου κατάφερε να εντάξει τη χώρα στον συνασπισμό των βαλκανικών κρατών που είχαν διείδει την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έδειχναν φανερά την πρόθεσή τους να κατασπαράξουν τα ευρωπαϊκά της εδάφη. Επιπλέον, ο Βενιζέλος μετέδωσε το όραμά του και την πίστη του για τελική επικράτηση στον ελληνικό λαό που στρατεύθηκε πρόθυμα και επέδειξε απαράμιλλη ανδρεία και αυταπάρνηση στα πεδία των μαχών.
Είχε προηγηθεί η κομβικής σημασίας αναμέτρηση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας, αλλά και των σκληροτράχηλων εθελοντών που είχαν προστρέξει αυθόρμητα και αθρόα στην ένδοξη γη από διάφορα μέρη της απελευθερωμένης και «αλύτρωτης» πατρίδας στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (η ένοπλη φάση του διεξήχθη μεταξύ 1904-1908).
Η Μακεδονία κρατήθηκε τότε «με νύχια και με δόντια» ελληνική, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες που την εποφθαλμιούσαν και τη διεκδίκησαν απηνώς συγκρατήθηκαν. Σε άλλη περίπτωση, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ίσως να ήταν «χαμένη υπόθεση» για τη βραδυπορούσα Ελλάδα. Την ιστορική αυτή παράμετρο οφείλουμε να αναγνωρίζουμε και να τιμούμε τη συνεισφορά των ηρωικών μορφών του Μακεδονικού Αγώνα, ώστε να μην περιπέσουν στη λήθη της Ιστορίας, την οποία είναι καθήκον μας να μην εξωραΐζουμε.
Στην αχλή του φθινοπώρου, η ιστορική μνήμη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου αποτελεί καλή αφορμή για να θυμηθούμε τι μπορούμε να πετύχουμε όλοι μαζί…