Ταυτόχρονα, ο σύγχρονος τρόπος ζωής, με τη διάχυση της πληροφορίας, την ατομική υπερέκθεση και ταυτόχρονα τον εθισμό «στη ζωή του άλλου», αποσταθεροποιούν τις ατομικές αντοχές και ανοχές, τροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο -διαφόρων μορφών- παραβατικότητας.
Από το 2000 κι έπειτα, κυρίως λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, ο χρόνος μοιάζει να κυλάει πιο γρήγορα και πιο πυκνά από ό,τι νωρίτερα. Παράλληλα, ο κόσμος αντιμετώπισε δύο οξύτατες κρίσεις, μία οικονομική και μία υγειονομική. Τα εξωγενή αυτά στοιχεία επηρέασαν σημαντικά τις ανθρώπινες αντιδράσεις και την εγκληματική συμπεριφορά. Ως αντίβαρο στα προαναφερόμενα, στάθηκε η αναγνώριση της αναγκαιότητας στήριξης του εσωτερικού κόσμου του ατόμου. Με λίγα λόγια, κατέστη σαφές ότι απαραίτητο στοιχείο για την ισορροπία του ανθρώπου, που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες σε ανεξέλεγκτες ταχύτητες, είναι η διαφύλαξη του ψυχισμού του.
Η συνολική αριθμητική πορεία των εγκλημάτων στη χώρα μας, την 20ετία 2000-2020, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, ο συνολικός αριθμός εγκλημάτων στη χώρα μας το έτος 2000 ήταν 369.137. Το έτος 2005 καταγράφηκε ο μεγαλύτερος αριθμός εγκλημάτων καθ’ όλη την 20ετία, με 455.952 εγκλήματα, ενώ το 2020 διαπράχθηκαν 191.224 εγκλήματα (που σημαίνει, ότι το έτος 2020 είχαμε 58% λιγότερα εγκλήματα σε σχέση με το 2005 και 48% λιγότερα εγκλήματα σε σχέση με το 2000). Τα έτη 2017 και 2019 κινήθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα, υψηλότερα ωστόσο από το 2020, με 221.225 εγκλήματα κατά το έτος 2017 και 220.403 εγκλήματα κατά το έτος 2019, ενώ το έτος 2018 κινήθηκε σε λίγο χαμηλότερα επίπεδα, με 210.272 εγκλήματα, καταγράφοντας ωστόσο κι αυτό περισσότερα εγκλήματα από το έτος 2020.
Πέραν όμως του ποσοτικού κριτηρίου, κρίσιμο είναι το ποιοτικό κριτήριο της βαρύτητας των εγκλημάτων. Από την άποψη αυτή, το 2020 καταγράφει μια ποσοστιαία αύξηση ύψους 81% στα κακουργήματα σε σχέση με το 2000 και ύψους 42,5% σε σχέση με το 2005, έτος που -όπως προαναφέρθηκε- εμφάνισε αριθμητικό ρεκόρ εγκλημάτων. Το γεγονός αυτό, καταδεικνύει, ότι, παρότι το έτος 2020 καταγράφει τον δεύτερο χαμηλότερο συνολικό αριθμό εγκλημάτων της 20ετίας (μετά το έτος 2014 με 190.213 εγκλήματα), παρουσιάζεται ως το «εγκληματικότερο» από πλευράς βαρύτητας των πράξεων. Εάν δε, στην εξίσωση προσθέσουμε και τον παράγοντα ηλικίας και φύλου, τότε, η εγκληματική διαδρομή της 20ετίας, καταγράφει μια σταθερή αύξηση της γυναικείας παραβατικότητας (οι γυναίκες αντιστοιχούν στο 17,1% του συνόλου των δραστών για το έτος 2020 και στο 13,7% για το έτος 2000, αγγίζοντας το υψηλότερο ποσοστό της 20ετίας -26,2%- το έτος 2015) και μια κυματοειδή εκτόνωση της παραβατικότητας ανηλίκων (οι ανήλικοι δράστες αντιστοιχούν στο 7,1% του συνόλου των δραστών για το 2000, στο 4,8% για το 2020 και στο 6% για το έτος 2005 – το έτος που καταγράφηκε ο μεγαλύτερος αριθμός εγκλημάτων καθ’ όλη την 20ετία).
Τα στοιχεία αυτά δίνουν πολλές πληροφορίες και απαντήσεις για την κοινωνία στην οποία αντανακλούν. Μολονότι η αριθμητική μείωση του αριθμού των εγκλημάτων είναι ουσιώδης, εντούτοις, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που κάνουν τη διαφορά στην περίπτωσή μας. Έτσι, η συγκράτηση της παραβατικότητας των ανηλίκων αποτελεί ένα αισιόδοξο μήνυμα τόσο ως προς τους οργανωμένους κρατικούς θεσμούς όσο και ως προς την κοινωνιολογική λειτουργία της οικογένειας. Ωστόσο, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η κατά 81% αύξηση των κακουργημάτων στα άκρα όρια μιας 20ετίας σηματοδοτεί την πλήρη ανατροπή της φυσιογνωμίας της παραβατικότητας, όπως τη γνωρίζαμε.
Και ναι μεν, οι διαπιστώσεις αμβλύνονται, στο μέτρο που έχουν μεσολαβήσει αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, μεταπίπτοντας πράξεις από κακουργήματα σε πλημμελήματα και αντίστροφα, όμως σίγουρα, μια τέτοιας έκτασης αύξηση των κακουργημάτων και της γυναικείας παραβατικότητας, δεν μπορεί να βρει την εξήγησή της σε καμία αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, παρά μόνο στην αλλαγή της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Από την Αικατερίνη Κ. Γανίδη,
δικηγόρο Παρ’ Αρείω Πάγω, διδάκτορα Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ