Ένα μικρό όμορφο αγόρι ήλθε στον κόσμο στις 25-8-1977. Όταν το πρωτοείδα το μουτράκι του είχε τον μορφασμό του κλάματος. Του χάιδεψα το μαλλί. Γεννήθηκε με πολλά μαλλιά – πολλές έγνοιες οι γηραιότεροι. Το βράδυ δεν παραφύλαξα να ακούσω τις μοίρες, όπως λένε στα παραμύθια, αφού και η ζωή είναι ένα παραμύθι, ίδιο με αυτό, που λέει η γιαγιά δίπλα στο παραγώνι στα εγγόνια της. Ένα παραμύθι ενώ τα ξύλα καίγονται. Ήταν όμως κάποτε δέντρα τα ξύλα αυτά και ένα τσεκούρι τα έριξε.
Λένε πως οι μοίρες έχουν πέπλα που θροΐζουν όπως πλησιάζουν να ράνουν το μωρό. Όμως εγώ δεν άκουσα τα πέπλα από τις Μοίρες που πλησίασαν το μωράκι των 3 κιλών. Ήμουν πολύ νέα τότε. Αν και είχα μεγαλώσει με παραμύθια, ούτε που είχα διαβάσει για τις Μοίρες. Ίσως τις είχα ακουστά, όπως το παραμύθι με την Κοκκινοσκουφίτσα, που στο τέλος σώθηκε από αυτό το παραμύθι το είπε «κακό λύκο». Τότε πίστευα ότι πάντα το καλό νικά.
Ο Αχιλλέας, όπως ονομάστηκε το μικρό αγόριμ τραγούδησε ως τα 44 χρόνια του τους σκοπούς του πλάτανου, που ψηλώνει και θέλει να φτάσει στον ουρανό, τραγούδια κιθάρας, που μελαγχολεί, τραγούδια ψυχής, που αγαπά και δεν αγαπιέται. Έγινε ψηλός, όμορφος, έξυπνος. Σπούδασε, εργάσθηκε, ζωγράφισε με τη σκέψη όνειρα και ταξίδεψε μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Τα όνειρά του είχαν ήλιους, θάλασσες, λιβάδια, καλοκαιρίες και βροχές, φεγγάρια και καταιγίδες, όπως όλοι μας.
Ύστερα τον πήρε η ζωή. Άραγε τον κανάκεψε ή τον πλήγωσε; Του ‘φερε στα γυαλιά του το ουράνιο τόξο ή τη φουρτούνα του ωκεανού; Το πλατάνι μεγάλωνε. Ο κορμός έδενε. Τα αερικά τον έπαιζαν. Οι Μοίρες τις παράδοσης κοιτούσαν τα βιβλία τους. Πειράζουν τα νέα φύλλα από το νεαρό πλατάνι, που ψήλωνε και δυνάμωνε και η μάνα του Αχιλλέα κακάρωνε για τον λεβέντη της.
Σήμερα στα δάκρυά της καθρεφτίζεται η συγγνώμη για τα λόγια λατρείας, που δεν πρόλαβε να του πει, για ό,τι δεν πρόλαβε να κάνει για εκείνον. Τότε νόμιζε ότι είχε τον χρόνο. Τώρα που ο Αχιλλέας τους βλέπει όλους από τον ουρανό, τώρα που το πλατάνι έπεσε, η μάνα αναρωτιέται αν οι Μοίρες είχαν το σύντομο πέσιμο του πλατανιού στο τετράδιο των σημειώσεών τους;
Θα μπορούσε άραγε, αν ξυπνούσε εκείνο το βράδυ η μάνα και άκουγε το φτερό να γράφει το πεπρωμένο του Αχιλλέα της να τις παρακαλούσε κλαίγοντας γοερά ν’ απαλλάξουν το νεαρό κορμό από τη γρήγορη τσεκουριά; Θα πεις ότι τα αφηγήματα για τις Μοίρες είναι φανταστικές εικόνες. Μήπως και όλη μας η ζωή δεν είναι ένας μύθος με φύλλα φρέσκια που γίνονται ξερόφυλλα του Βοριά; Και φυσά η παγωμένη πνοή και φυσά το ξεροβόρι, σαν να μην υπήρξε άνοιξη στο πλατάνι. Και μένει η μάνα του Αχιλλέα ν’ αναρωτιέται αν έπρεπε να είχε βάλει σε λευκό φλυτζάνι με το χρυσό τελείωμα ζάχαρη για να γλυκάνει τις Μοίρες να γράψουν όμορφη και μεγάλη ζωή για το μωρό στα τεφτέρια τους. Κι αν δεν υπάρχουν οι τρεις Μοίρες της Ανάγκης, που τις φανταζόμαστε με λευκές ενδυμασίες και στεφάνια στα μαλλιά. Κι αν δεν υπάρχει η Λάχεσις που ορίζει τα συμβάντα και τραβάει το σχοινί και ορίζει τη διάρκεια της ζωής μετρώντας με το ραβδί της και η Άτροπος, που αναπότρεπτα κόβει το νήμα, εμείς διαβάζουμε στην Ιλιάδα τον Δία να αποχωρεί όντας ανίκανος να αλλάξει το μέλλον του γιου του Σαρπηδόνα, που υποκύπτει στα τραύματα του Πάτροκλου επειδή η τύχη του γράφει να σκοτωθεί.
Η μάνα κάνει τον σταυρό στον Πανάγαθο Θεό να είναι ο Αχιλλέας της σε ουράνιο φως και ουράνια χαρά και το μόλις δυόμισι χρονών κοριτσάκι του που είναι ίδια ο Αχιλλέας να είναι χαρούμενο με την αγάπη όσων έμειναν για να το βλέπει από τον ουρανό ο Αχιλλέας και να ευχαριστιέται.