Σήμερα θα σας μιλήσω για ένα έθιμο διαδεδομένο σε όλη τη πατρίδα μας, το οποίο πολλές και πολλοί, ίσως να μην το έχετε ξανακούσει, με αποτέλεσμα και δικαιολογημένα βέβαια, να μην το γνωρίζετε (το γνωρίζει όμως πολύ καλά ο Τύρναβος, ίσως και άλλες περιοχές της Θεσσαλίας).
Με το που έμπαινε το καλοκαίρι και μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και ανάλογα πάντα με το πώς θα πάει ο καιρός, τα κηπάρια πρώτα κι ύστερα τα καλαμπόκια και τα υπόλοιπα σπαρτά, ήθελαν τακτικά πολύ νερό, για να κρατηθούν στη ζωή. Όταν όμως ο καιρός πήγαινε όλο αναβροχιά και τα νερά στα ρέματα άρχιζαν να λιγοστεύουν, όλοι οι κάτοικοι του χωριού, με προσευχές και δεήσεις οι μεγάλοι και με την ‘’πιρπιρούνα’’ τα παιδιά, προσπαθούσαν να καλέσουν τη βροχή.
Οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού πρότειναν σ’ ένα κορίτσι, φτωχό και ορφανό από μάνα και πατέρα, να γίνει ‘’πιρπιρούνα’’. Αφού δεχόταν, το έπαιρναν και όλες μαζί πήγαιναν σε μια ρεματιά στην άκρη του χωριού, όπου υπήρχαν πλατύφυλλα δέντρα, κυρίως βούζια ή φτέρες. Εκεί έκοβαν φύλλα από τα βούζια, περνούσαν ένα - ένα φύλλο σε γερή κλωστή, σε αρμαθιές, όπως αρμαθιάζουν τον καπνό. Κάθε αρμαθιά κανονιζόταν ίσια που να φέρει έναν κύκλο το σώμα του κοριτσιού. Μετά έγδυναν την κοπέλα τελείως και την έντυναν περίτεχνα με τις αρμαθιές από βούζια. Οι αρμαθιές εφαρμόζονταν με τέτοιον τρόπο επάνω στο σώμα του κοριτσιού, ώστε εμπόδιζαν το νερό να φτάσει στο κορμί του, σαν σωστή φορεσιά δηλαδή. Άρχιζαν το ντύσιμο από τον λαιμό κυκλικά και έφταναν έως την άκρη των δακτύλων των ποδιών. Και στο κεφάλι του πάλι με το ίδιο υλικό έκαναν ένα είδος μαντίλας. Όταν ολοκληρωνόταν το ντύσιμο, το κορίτσι φάνταζε σαν δέντρο. Με τις φτέρες αντίστοιχα, σκέπαζαν όλο το σώμα, σαν λέπια ψαριού, με τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορεί να περάσει στο σώμα του νερό και μόνο δύο τρύπες μπρος στο πρόσωπό του άφηναν ανοιχτές για να βλέπει.
Αφού τελείωνε το λεγόμενο ντύσιμο, ξεκινούσε το τελετουργικό: Με την εικόνα της Παναγίας μπροστά, την ‘’πιρπιρούνα’’ με δύο κοπέλες παραστάτες -την κρατούσαν και την οδηγούσαν, γιατί δεν έβλεπε καλά τον δρόμο- και πίσω όλος ο θίασος με τις γυναίκες και τα παιδιά του σχολείου, έφερναν γύρω όλα τα σπίτια του χωριού, ενώ οι κάτοικοι έχυναν κανάτια με νερό στους δρόμους, που δήλωνε τη συμμετοχή όλων των χωριανών, στο έθιμο αυτό και τραγουδούσαν: ‘’Πιρπιρούνα περπατούσε, το θεό παρακαλούσε, κύρι μ’ ρίξε μια δροσούλα, στα σταράκια, στα κριθάρια, στ’ μορφα τα καλαμπόκια’’ ή ‘’Πιρπιρούνα περπατεί, το Θεό παρακαλεί, για να ρίξει μια βροχή, μια βροχή καλή-καλή, για να γίνουνε τα στάρια, να γεννήσουνε τ’ αμπάρια’’.
Αφού τελείωνε το τραγούδι, έβγαινε η νοικοκυρά με ένα γκιούμι και έχυνε πάνω στο κεφάλι της ‘’πιρπιρούνας’’ νερό κι ευχόταν: ‘’Καλή βροχή να δώσει ο Θεός’’, ενώ αυτή με μικρά επιτόπια πηδηματάκια, προσπαθούσε να το διώξει από πάνω της. Μετά κερνούσε την ’’πιρπιρούνα’’ ό,τι είχε ευχαρίστηση από λάδι, λαμπάδες, αυγά, βούτυρο, τρόφιμα -συνήθως αλεύρι, σιτάρι, καλαμπόκι κ.τ.λ.- και σπάνια με κανένα νόμισμα μικρής αξίας. Το λάδι και τις λαμπάδες τα έδιναν στην εκκλησία, τα χρήματα τα μοιράζονταν μεταξύ τους και τ’ αυγά τα τηγάνιζαν και τα έτρωγαν σε κοινό τραπέζι.
Στη συνέχεια πάλι, τραγουδώντας το ‘’Πιρπιρούνα’’ περπατούσε…’’, πήγαιναν στο επόμενο σπίτι, όπου επαναλαμβανόταν το ίδιο τυπικό. Αυτό γινόταν μέχρι να περάσουν και από το τελευταίο σπίτι του χωριού, όπου τελείωνε και η λιτανεία. Ύστερα πήγαιναν στο σπίτι της κοπέλας ‘’πιρπιρούνας’’, την ξεσκέπαζαν από τα βούζια ή τις φτέρες ανάλογα, την έντυναν με τα κανονικά της φορέματα και πάλι όλες μαζί, τραγουδώντας πάντα το ίδιο τραγούδι, πήγαιναν στην πλατεία του χωριού και το έστρωναν στον χορό κάτω από τον πλάτανο.
Πίστευε δηλαδή ο κόσμος ότι, αν δώσεις, αν πρόθυμα καταβρέξεις την ‘’πιρπιρούνα’’ με άφθονο νερό, θ’ αρχίσει να πέφτει βροχή και στα ξερά και διψασμένα χωράφια σου. Και αν θα της δώσεις λίγο ψωμί, λίγο λάδι και λίγο κρασάκι, άφθονα όλα αυτά τα είδη, ψωμάκι και λάδια και κρασιά, θα έρθουν στο αρχοντικό σου.
Δεν είναι τυχαίο επίσης, το ότι επιλέγεται κορίτσι ορφανό από μητέρα και πατέρα, πράγμα που συμβόλιζε την υπάρχουσα φύση. Η φύση δεν έχει ούτε μητέρα ούτε και πατέρα.
Τα φυτά πάνω στο κορίτσι συμβόλιζαν τα σπαρτά και τη βλάστηση, τ’ αμπέλια και όλη την πλάση, απ’ την οποία τρέφεται ο άνθρωπος.
Το νερό, που έριχναν πάνω στην ‘’πιρπιρούνα’’, συμβόλιζε τη βροχή. Όπως το νερό πέφτει επάνω της, έτσι να πέσει και το νερό της βροχής επάνω στην πραγματική φύση.
Λένε ότι με το τέλος της τελετής της ‘’πιρπιρούνας’’, ή το αργότερο ως την επόμενη μέρα, έβρεχε!.. Φαίνεται πως η Θεία Πρόνοια, στις δεήσεις των μεγάλων και τις παρακλήσεις των αθώων παιδιών, δεν έμενε ασυγκίνητη, γι’ αυτό άλλωστε και το έθιμο της ‘’πιρπιρούνας’’ διατηρήθηκε για μεγάλο διάστημα και σε μέρες ανάγκης πάντα επαναλαμβανόταν μέχρι και τη δεκαετία του ‘60. Αν πάλι δεν έβρεχε, θεωρούσαν ότι αμάρτησαν σε κάτι και ο Θεός τους τιμωρεί και γι’ αυτό κατέφευγαν τότε στη θρησκευτική λιτανεία, για να πάρουν …‘’άφεση αμαρτιών’’ και να βρέξει… Μία άλλη εποχή ...ίσως δύσκολη, αλλά μοναδικά ανθρώπινη!».