Η Άννα ήταν ένα πολύ ωραίο κορίτσι. Μετρίου αναστήματος, με σωστές αναλογίες στο σώμα της, μαύρο σγουρό μαλλί και έναν υπέροχο χαρακτήρα.
Καταγόταν από μια πόλη της Θεσσαλίας. Ο πατέρας της είχε ένα μικρομάγαζο ψιλικών και η μάνα της ασχολούνταν με το νοικοκυριό.
Είχε και μία αδελφή, τη Μαρίζα, που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη Αγγλική Φιλολογία.
Η Άννα δεν ήθελε να σπουδάσει, ακολούθησε το επάγγελμα της κομμωτικής τέχνης. Όταν τελείωσε, την προσέλαβε ένα μεγάλο κομμωτήριο της πόλης με κάποιες γνωριμίες που είχαν οι γονείς της και πληρωνόταν καλά. Πριν φύγει για τη δουλειά της, καθόταν για λίγο μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού που έβλεπε σε κεντρικό δρόμο.
Κάθε μέρα περνούσε από εκεί ένας πολύ ωραίος, νέος άντρας και έριχνε τα μάτια του πάντα στο παράθυρο.
Η Άννα με τον καιρό ένιωσε …κάπως γι’ αυτόν τον άντρα, που ήταν καθηγητής σε ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά όταν τον έβλεπε… Αν δεν ήταν έρωτας αυτό, τότε τι ήταν!
Συχνά κατέβαινε και η Μαρίζα από τη Θεσσαλονίκη και τον έβλεπε κι εκείνη να κοιτάζει το παράθυρό τους…
Δεν έμεινε ασυγκίνητη κι αυτή, γιατί πραγματικά ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας. Κάποια μέρα μίλησαν οι δύο αδερφές και εξομολογήθηκαν τα εσώψυχά τους. Τα Σαββατοκύριακα σ’ εκείνην την πόλη συνήθιζαν να βγαίνουν βόλτα στην Κεντρική πλατεία, κυρίως οι νέοι.
Τον συναντούσαν κι εκεί και αντάλλαζαν ματιές. Οι δύο αδελφές ήταν μπερδεμένες, για ποια απ’ τις δύο ενδιαφερόταν άραγε! Γιατί όταν ήταν μαζί, περισσότερο τα μάτια του εστιαζόταν στη Μαρίζα.
Η Άννα είχε αρχίσει να απογοητεύεται. Ώσπου κάποια μέρα περνώντας πάλι απ’ τον δρόμο τους η Άννα έβγαινε από το σπίτι και…
“Καλημέρα…”, της είπε. “Θέλω να σας μιλήσω… Πότε μπορούμε να βρεθούμε και πού;”.
“Όποτε και όπου θέλετε!!!” του απάντησε και η καρδιά της πήγε να σπάσει.
Κανόνισαν να βρεθούν σε μια καφετέρια στην Κεντρική πλατεία. Εκείνο το Σαββατοκύριακο η Μαρίζα δεν θα κατέβαινε, είχε πολύ διάβασμα, ήταν εξεταστική περίοδος.
Από νωρίς η Άννα ντύθηκε, στολίστηκε και κάθε τόσο κοίταζε το ρολόι, που δεν …προχωρούσε το σκασμένο. Λες και είχαν κολλήσει οι δείκτες. Επιτέλους, ήρθε η ώρα να βγει απ’ το σπίτι και να πάει στο ραντεβού. Στη μάνα της είπε πως θα την περίμενε μια φίλη στην πλατεία για να κάνουν τη συνηθισμένη τους βόλτα.
Όταν έφθασε σ’ εκείνην την καφετέρια εκείνος την περίμενε.
Η Άννα έτρεμε ολόκληρη.
“Κάθισε…” της είπε, “Τι θα πάρεις;”.
Παρήγγειλαν ένα ποτό και για λίγη ώρα επικράτησε μια σιωπή. Έπειτα μίλησε ο Ανδρέας, αυτό ήταν το όνομά του.
“Συγγνώμη που σε …κουβάλησα εδώ, για κάτι που δεν σε αφορά άμεσα…”.
Το χαμόγελο της Άννας πάγωσε στα χείλη της. Τι ήταν αυτό που θα άκουγε; “Την αδελφή σου σκόπευα να συναντήσω αυτό το Σαββατοκύριακο, τη Μαρίζα, έτσι δεν τη λένε…;”.
“Ναι, έτσι!”, ψέλλισε η Άννα.
“Είμαι ερωτευμένος μαζί της, από πολύ καιρό, απ’ το λίγο που τη βλέπω, αλλά δεν βρήκα ευκαιρία να της μιλήσω, γι’ αυτό το λέω σε σένα, εσύ θα ξέρεις τι νιώθει για μένα…!!!”.
Η Άννα σηκώθηκε απότομα. “Συγγνώμη Ανδρέα που θα σ’ αφήσω, αλλά δεν νιώθω πολύ καλά… Το επόμενο Σαββατοκύριακο που θα είναι εδώ κανονίστε να βρεθείτε και να τα πείτε… Εγώ θα της πω ότι θέλεις να της μιλήσεις”.
Φόρεσε τα γυαλιά της, γιατί ήδη την είχαν πάρει τα κλάματα, και βιαστικά γύρισε στο σπίτι.
Η μάνα της παραξενεύτηκε που γύρισε τόσο γρήγορα.
“Τι έχεις κορίτσι μου, γιατί γύρισες τόσο γρήγορα;”.
“Με έπιασε ένας δυνατός… πονοκέφαλος μαμά και πάω στο δωμάτιό μου να ξαπλώσω”.
Έκλεισε την πόρτα του δωματίου της και έτσι με τα ρούχα ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλαψε για πολύ ώρα. Έπειτα μπήκε στο μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και πήγε στο σαλόνι. Εκεί ήταν η μάνα της και έβλεπε τηλεόραση… Και τα χρόνια πέρασαν, κύλησαν σαν το ποτάμι, σαν τη βροχή που δεν γυρίζουν πίσω. Μια ηλικιωμένη τώρα γυναίκα η Άννα, καθισμένη σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, αναπολεί το παρελθόν.
Η Μαρίζα παντρεύτηκε με τον Ανδρέα, έκαναν δύο πανέμορφα κορίτσια, μεγάλα τώρα, σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο, αλλά η Άννα δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Είχε πολλές ευκαιρίες να φτιάξει τη ζωή της, αλλά εκείνη ήθελε να νιώσει μέσα της κάτι πολύ δυνατό να τη συγκλονίσει, όπως τότε στα νεανικά της χρόνια που ένιωσε εκείνον τον δυνατό έρωτα για τον Ανδρέα.
Τον δέχτηκε σαν γαμπρό της, δεν έδειξε ποτέ τίποτα, αλλά απέφευγε τις συχνές επαφές ακόμα και με την αδελφή της.
Όταν τους έβλεπε μαζί και αγαπημένους, ένα αγκάθι αγκύλωνε την καρδιά της… Δεν συζήτησαν ποτέ τίποτα όλα αυτά τα χρόνια με τη Μαρίζα. Προσποιούνταν ότι τα ξέχασαν όλα…