Η έννοια του ζωτικού χώρου (Lebensraum) που έχει διατυπωθεί και σε άλλες κρίσιμες ιστορικο-πολιτικές συγκυρίες (λ.χ. στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου) από πολιτικούς, προεξάρχοντος του Αμερικανού πρώην Υπουργού των Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ, αλλά και γεωπολιτικούς αναλυτές έχει επανέλθει στον δημόσιο διάλογο το τελευταίο διάστημα ως απότοκο του πολέμου στην Ουκρανία.
Κι αυτό γιατί πολλοί της ρωσικής πλευράς, είτε πραγματιστικά είτε προσχηματικά, θεώρησαν τη δυνητική εισδοχή της Ουκρανίας στους κόλπους του ΝΑΤΟ ως κίνηση βίαιου αποκλεισμού της χώρας τους από τον ζωτικό της χώρο. Ως τέτοιο άλλωστε προσδιόριζαν διαχρονικά οι Ρώσοι, τέως Σοβιετικοί, τις χώρες που ανήκαν στον κορμό της άλλοτε κραταιάς ΕΣΣΔ.
Επ’ ευκαιρία, λοιπόν, του εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης, άλλωστε το ζήτημα αυτό φαίνεται πως δεν «φωτίστηκε» επαρκώς στη διάρκεια του περασμένου επετειακού έτους, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε συνοπτικά, με βάση τις απόψεις των Ελλήνων της εποχής, την έννοια του ζωτικού χώρου της «Ελλάδος» πριν από τη συγκρότηση του πρώτου ελληνικού κράτους αλλά και μετά τη δημιουργία του, όταν η «Μεγάλη Ιδέα» αποτέλεσε το βασικό πρόταγμα του «Πρότυπου Βασιλείου».
Για τον ορισμό του ζωτικού χώρου της «Ελλάδας» από τους διανοούμενους της εποχής σημαντικό ρόλο έπαιζε το κριτήριο που επέλεγε ο καθένας: τη γλώσσα ή την κληρονομιά και τις παρακαταθήκες του ένδοξου παρελθόντος (με οδηγό κυρίως τους έγκριτους αρχαίους συγγραφείς).
Βέβαια, το βλέμμα των απλών ανθρώπων της εποχής, των αγωνιστών της Επανάστασης, δεν έφτανε τόσο μακριά. Περιορισμένοι στα όρια του δικού τους τοπικισμού και των παραδοσιακών σχέσεων που είχαν διαμορφώσει στο πλαίσιο των κοινωνιών τους, αρχικά τουλάχιστον, ο ζωτικός τους χώρος περιέκλειε μόνο τον Μοριά ή τη Ρούμελη ή ακόμη και τα όρια του αρματολικιού τους στην περίπτωση προβεβλημένων αρματολών με πολιτική και οικονομική ισχύ.
Από την άποψη αυτή, η Ελληνική Επανάσταση οδήγησε σε μια αξιοσημείωτη αλλαγή φάσης, στη μετάβαση από το «τοπικό» στο αναδυόμενο «εθνικό», που προφανώς ήταν και γεωγραφικά διεσταλμένο και περιθωριοποιούσε τις πολύπλευρες διαιρέσεις του παρελθόντος.
Σε επίπεδο λογιοσύνης, εξάλλου, εξαιτίας της επικράτησης της ελληνικής γλώσσας, αλλά και της ελληνικής παιδείας με όχημα την πολυπραγμοσύνη και τους ανοιχτούς ορίζοντες των Ελλήνων εμπόρων, ο ζωτικός χώρος της «Ελλάδας» έφτανε να προσεγγίζει τα όρια της Βαλκανικής Χερσονήσου, ως την περιοχή του Δούναβη, συνηθέστερα υπό το όραμα της δημιουργίας μιας Ελληνικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας (κύριος εκφραστής της άποψης αυτής ήταν ο Ρήγας Βελεστινλής και συνοδοιπόροι του κάποιοι επιδραστικοί γεωγράφοι του αρχόμενου 19ου αιώνα με επικεφαλής τον Μελέτιο Μήτρου και τους Δημητριείς).
Από την άλλη πλευρά, λόγιοι, επηρεασμένοι από το κλασικό παρελθόν, όχι τόσο Έλληνες όσο κυρίως ξένοι που επισκέφτηκαν τις «ελληνικές χώρες» τον 19ο αιώνα, ιδιαίτερα στις αρχές του, έβλεπαν τον ελληνικό ζωτικό χώρο μέσα από τον δικό τους «χάρτη», συνήθως λιγότερο διευρυμένο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι απόψεις των Ελλήνων λογίων μετά την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους και κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα όταν εντάθηκαν οι βαλκανικοί εθνικισμοί, εναρμονισμένες με την επίσημη εξωτερική πολιτική του κράτους ή και υποβοηθώντάς τη, ταυτίζονταν συχνά με τα όρια της «Μεγάλης Ιδέας», της συμπερίληψης δηλαδή στον εθνικό κορμό των αλύτρωτων αδελφών.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο προσδιορισμός του ζωτικού χώρου ενός έθνους-κράτους προσκρούει στις απόψεις που έχουν υιοθετήσει γι’ αυτόν, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, οι ισχυροί παγκόσμιοι «παίχτες». Είναι φανερό ότι οι αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τον ορισμό του ζωτικού χώρου ενός κράτους οδηγούν συχνά σε μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας συρράξεις.
Από όσα παρακολουθούμε το τελευταίο διάστημα στην Ουκρανία, και δη τις σκηνές ερειπωμένων πόλεων όπως της σχεδόν ολοσχερώς καταστραφείσας Μαριούπολης, αλλά κυρίως τις εκατόμβες των αμάχων θυμάτων, προκύπτει ανενδοίαστα αδήριτη η αναγκαιότητα τα γεωπολιτικά συμφέροντα και τους πολιτικούς μεγαλοϊδεατισμούς των κρατών να υπερκεράσει η ανθρώπινη απώλεια και να επιδιωχθεί άμεσα η επιστροφή στην «κανονικότητα».