Αξιολόγηση: διαχρονικό σημείο τριβής

Δημοσίευση: 02 Νοε 2021 19:00

Ο πρώην υπουργός κ. Στέφανος Μάνος, που πάντοτε διακρινόταν για τις ρηξικέλευθες και καινοτόμες απόψεις του, αμφισβήτησε, με άρθρο του στην «Καθημερινή», το λυσιτελές της απόπειρας του Υπουργείου Παιδείας να αξιολογήσει τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς. Θεωρεί, μάλλον, την όλη προσπάθεια προσχηματική και παραπλανητική κι ότι δεν υφίσταται η πολιτική βούληση να προχωρήσουν τα πράγματα από τον φόβο -το πιθανότερο- του λεγόμενου πολιτικού κόστους.


Γράφει, λοιπόν, ο κ. Μάνος: «Βάζοντας στη σειρά τα Λύκεια με βάση τον Μέσο Όρο (Μ.Ο.) της επίδοσης των μαθητών τους στις Πανελλαδικές θα έχουμε τη δυνατότητα για μια πρώτη αξιολόγησή τους». Τα στοιχεία, εν τούτοις, αυτά, αν και είναι στη διάθεση του Υπουργείου, δεν δημοσιοποιούνται διότι κατά τον πρώην υπουργό: «Δεν το θέλει η κ. Κεραμέως και ενδεχομένως ποικίλα άλλα συμφέροντα». Και συμπεραίνει: «σε ό,τι με αφορά έχω την πεποίθηση ότι η Κυβέρνηση στο θέμα της αξιολόγησης με παραπλανά συστηματικά. Θα επισημάνω κλείνοντας -τονίζει- ότι χωρίς την αξιολόγηση των Λυκείων δεν μπορείς να διορθώσεις οτιδήποτε».
Η φιλόξενη «Ελευθερία» δημοσίευσε, επί 21 συναπτά έτη, μελέτες μας που σχετίζονται με αυτό ακριβώς που προτείνει ο κ. Μάνος: την κατάταξη δηλαδή των Λυκείων της Λάρισας με βάση τους μέσους όρους των επιδόσεων των τελειοφοίτων τους. Η πολυετής αυτή εργασία ανέδειξε ως μείζονα συντελεστή που επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα τον επονομαζόμενο «κοινωνικό παράγοντα». Η διαφορά μας, δηλαδή, από τον κ. Μάνο είναι ότι εξαιτίας αυτής της κατάταξης δεν μπορούμε να οδηγηθούμε στο άμεσο συμπέρασμα πως π.χ. οι καθηγητές του 8ου Λυκείου προσπαθούν λιγότερο από εκείνους του 4ου Λυκείου (διάγραμμα). Διότι, η καλή ή η κακή σχολική επίδοση μπορεί να ερμηνευτεί ως συνέπεια της κοινωνικής ανισότητας, όπως άλλωστε αυτό πιστοποιείται και από τη σχετική βιβλιογραφία.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση το εκπαιδευτικό σύστημα όλων των βαθμίδων αποτελεί ένα κεφαλαιώδους σημασίας υποσύστημα, ένα «γρανάζι» από το σύνολο των «γραναζιών» που συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, αλλά και στη διαμόρφωση ευοίωνων προοπτικών της. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του έργου των εκπαιδευτικών, των εκπαιδευτικών μονάδων όλων των βαθμίδων και του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του, ως εργαλείο δημιουργικής απελευθέρωσης των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων, είναι εντελώς απαραίτητη για την προαγωγή της κοινωνίας. Για να συντελεί, δηλαδή, στην άμβλυνση των επιπτώσεων που προκαλεί η κοινωνική ανισότητα και να προετοιμάζει πολίτες ικανούς να συνεισφέρουν αποτελεσματικά ώστε να καλύπτονται οι μελλοντικές ανάγκες της κοινωνίας και πολίτες που να υπηρετούν με αφοσίωση τα δημοκρατικά ιδεώδη. Αντιθέτως, η αξιολόγηση που στοχεύει στη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των «αγορών» και μόνο, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να προετοιμάζει πολίτες με ελεύθερο φρόνημα.
Κι επειδή ο κόσμος μας αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα «οι καιροί ου μενετοί» είναι απαραίτητο να γίνουμε όλοι μας πιο ευπροσάρμοστοι και φυσικά και οι εκπαιδευτικοί. Οι οποίοι, αδίκως, χρεώνονται τη δήθεν κάθετη άρνησή τους στην αξιολόγηση, ενώ στην πλειονότητά τους το επιθυμούν υπό προϋποθέσεις. Γι’ αυτό και πρέπει, κάποια στιγμή, να αποστασιοποιηθούν, με αποφασιστικό τρόπο, από λογικές που εκπηγάζουν από το υπερ-προβαλλόμενο «σκιάχτρο» του -πράγματι- αυταρχικού επιθεωρητή των πολύ παλαιότερων εποχών.
Αλλά θα ήταν κι εντελώς άδικο να φορτωθούν όλες οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας στις αδυναμίες του υπο-χρηματοδοτούμενου εκπαιδευτικού της συστήματος. Διότι, πέρα από τις όποιες αδυναμίες του, όλοι γνωρίζουν πως τα περισσότερα ελληνικά Πολυτεχνεία εκπαιδεύουν άριστους μηχανικούς, οι οποίοι όμως είναι αδύνατον να απορροφηθούν από την εγχώρια αγορά και αναγκάζονται να γίνουν οδοιπόροι για τα ...Σούσα («brain drain»). Κι αυτό οφείλεται στο ότι το παραγωγικό μας μοντέλο είναι καχεκτικό, ενώ η επιχειρηματική μας τάξη είναι, ως επί το πλείστον, μεταπρατική και ...οπαδός των πελατειακών σχέσεων. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση που το εκπαιδευτικό σύστημα αριστεύει, το πρόβλημα εντοπίζεται αλλού: στο ότι το ελληνικό επιχειρείν δεν επενδύει κεφάλαια στην έρευνα και στη δυναμική ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και έτσι πέφτει η ανταγωνιστικότητα, χάνονται ή δεν δημιουργούνται θέσεις εργασίας και οι -υψηλών προδιαγραφών- νέοι επιστήμονες απορροφώνται αλλού.
Δεν είναι, όμως, μόνο η εκπαίδευση και το επιχειρείν που πάσχουν στην πατρίδα μας. Είμαστε και όλοι εμείς που, ως κοινωνία, καλομαθαίνουμε, αφενός, τα βλαστάρια μας με πολλές ευκολίες και πολυτέλειες και, αφετέρου, τα «σκληραγωγούμε» στέλνοντας τη συντριπτική πλειονότητα των αποφοίτων Γυμνασίου στο υπερ-απαιτητικό Λύκειο. Εκεί, στο Λύκειο, τα «τσακίζουμε», κυριολεκτικώς, με περιττές και άχρηστες, εν πολλοίς, γνώσεις, με ένα υπερβολικό ωράριο μαθημάτων μέσα και έξω από το σχολείο, προκειμένου, κάποιες φορές, να ικανοποιήσουμε τα δικά μας όνειρα. Κι ας είναι πλέον γνωστό ότι οι τίτλοι σπουδών δεν παίζουν πια τον ρόλο που έπαιζαν στο παρελθόν για τον τρόπο ζωής και την κοινωνική ανέλιξη των νέων.
Γι’ αυτό, δεν μπορεί να συνεχίζεται εσαεί το φαινόμενο της μαζικής παραγωγής πτυχιούχων χαμηλών προδιαγραφών, στο πλαίσιο μιας αντίληψης που καλλιεργήθηκε από τις παλαιοκομματικές λογικές και που συνοψίζονται στο «κάθε πόλη και ΑΕΙ κάθε κωμόπολη και ΤΕΙ». Ούτε, βέβαια, στον αντίποδα, ξαφνικά και χωρίς να προετοιμάζουμε τη δημόσια τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, να υψώνουμε φραγμούς και με τη λογική του εκκρεμούς να στέλνουμε τους πιο αδύναμους οικονομικά νέους στην άλλη πλευρά ώστε να γίνονται βορά των ιδιωτικών συμφερόντων. Άρα, τα δομικά προβλήματα και οι στρεβλώσεις της, εν πολλοίς, άδηλης και κρατικοδίαιτης οικονομίας σε συνδυασμό με την πελατειακή λογική του πολιτικού συστήματος δημιούργησαν αντίστοιχες στρεβλώσεις και στο εκπαιδευτικό σύστημα οδηγώντας τους νέους σε αδιέξοδο. Επιβεβαίωση του αδιεξόδου αυτού συνιστά η άνοδος, τα τελευταία χρόνια, των βάσεων των στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών.
Σήμερα, λοιπόν, οι συνθήκες, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, επιβάλλουν αναθεώρηση αντιλήψεων, ορθολογικές επιλογές, καλύτερη οργάνωση και εκσυγχρονισμό σε όλα τα επίπεδα, αλλά και στον χώρο της εκπαίδευσης. Είναι ζωτικής σημασίας το να πάψει να υφίσταται πια ο «κομματισμός» στην εκπαίδευση (και παντού στο κράτος) διότι παντού στον αναπτυγμένο κόσμο η εκπαίδευση και η αξιοκρατία αποτελούν μοχλό ανάπτυξης και ευημερίας των κοινωνιών. Είναι, εξάλλου, γνωστό, πως η στρατηγική διαφοροποίησης και η βελτίωση της θέσης μιας χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό στηρίζονται στο ανθρώπινο δυναμικό των υψηλών προσόντων και δεξιοτήτων και στην άκρως ανταγωνιστική επιστημονική και τεχνική τους κατάρτιση. Το, εν πολλοίς, αναξιοποίητο αυτό, για τη χώρα μας, δυναμικό, που συνιστά το πραγματικό συγκριτικό της πλεονέκτημα, το καρπούνται, προς το παρόν, τρίτοι διαμορφώνοντας τις κατάλληλες προς τούτο συνθήκες.
Μπορούμε άραγε να αισιοδοξούμε ότι, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, θα υπάρξουν και στην πατρίδα μας οι αναγκαίες υπερβάσεις; Ότι τόσο το εκπαιδευτικό σύστημα όσο και οι άλλοι τομείς της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριοποίησης -μέσω και της αξιολόγησης- θα ξεπεράσουν τις μακροχρόνιες αδυναμίες τους; Είναι στη δική μας διακριτική ευχέρεια να δώσουμε, στην πράξη, θετικές απαντήσεις στα ως άνω ερωτήματα.

Από τον Δημήτρη Νούλα,

χημικό

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass