Ως συνέχεια των περσινών άρθρων για τη μαύρη εκείνη ιστορική περίοδο, ερχόμαστε και φέτος με ένα ακόμα σημείωμα -μέρες που είναι- να κλείσουμε το θέμα με τις μαρτυρίες Λαρισαίων, οι οποίοι, μικρά κι ανήσυχα παιδιά τότε, ακμαίοι ηλικιωμένοι και υπερήλικες σήμερα, μας εμπιστεύτηκαν τα μικρά αυτά πολύτιμα «οικογενειακά κειμήλια».
Αυτές οι σκόρπιες μνήμες, φευγαλέες στιγμές, σκηνές που πέρασαν από τον «φωτογραφικό φακό» των έκπληκτων παιδικών ματιών τους κι από ’κει στην αποθήκη της μνήμης, μεταφέρθηκαν στο χαρτί με την πένα του γραφόντος, για να σωθούν από τη λήθη που φέρνει ο αμείλιχτος ο χρόνος.
Παρά την πείνα, την ανέχεια και την ανυπόφορη ψείρα, οι άνθρωποι δεν έχαναν το θάρρος και το κέφι τους, διακωμωδούσαν ακόμη και τη φρίκη, σκαρώνοντας επίκαιρα στιχάκια και τραγουδώντας τα.
Μια ψείρα εδώ, μια ψείρα εκεί, μια ψείρα παραπέρα
κάνανε το κορμάκι μου μια τρύπια ταμπακέρα.
Σε μια ρημαγμένη κι ερειπωμένη Λάρισα από τους εχθρικούς βομβαρδισμούς και τον ισχυρό σεισμό του 1941, το υψηλό φρόνημα των κατοίκων της, αλλά και των μικρών παιδιών, δεν άφηνε περιθώρια για λιποψυχίες και μεμψιμοιρίες. Ανήσυχοι κι ασυμβίβαστοι καθώς ήταν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ταπεινώσουν τον κατακτητή -ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους- και να δείξουν την απέχθεια προς τον ναζισμό.
Μια τέτοια περίπτωση είναι εκείνη του Ν.Π., 86 ετών, κατοίκου της συνοικίας του Αη Σαράντη, ο οποίος μας διηγείται: «Μια μέρα η μεγαλύτερη αδελφή μου, μου έδωσε ένα κουτί με μπογιά κι ένα πινέλο, κι εγώ, πηδώντας τις μάντρες των σπιτιών της γειτονιάς, έγραφα συνθήματα στους τοίχους: «Έξω οι Γερμανοί Ζήτω η ΕΛΑΣ».
Ο Β.Α., 82 ετών, κάτοικος της οδού Μιαούλη, θυμάται κάτι ανάλογο: «Στην πλατεία Ταχυδρομείου, στη θέση της Κλινικής Κατσίγρα (Πανεπιστήμιο σήμερα), μοίραζαν οι Γερμανοί συσσίτιο. Ήμουν εκεί. Όταν έφερα στο σπίτι μας ένα κατσαρόλι γεμάτο με μπιζέλια, οι δικοί μου ήταν κρυμμένοι στο υπόγειο, αφού χτυπούσαν οι σειρήνες. Δίνει τότε η αδελφή μου μια κλωτσιά στο κατσαρόλι και χύθηκαν όλα τα μπιζέλια στο πάτωμα…». Ο ίδιος, παίζοντας με τους φίλους του, βρέθηκε κοντά στις φυλακές (σήμερα Μουσείο Εθνικής Αντίστασης και Ε΄ Γυμνάσιο-Λύκειο), κι αυτό που έκανε, παραλίγο να του στοιχίσει: «Εκεί, μπροστά στην πυριτιδαποθήκη (λίγο αργότερα φυλακές), βλέπουμε με έναν φίλο μου έναν Ιταλό με το λοφίο (κοκορόφτερο) στο καπέλο. Σημαδεύω με τη σφεντόνα το λοφίο και το πετυχαίνω. Πιάνει ο Ιταλός τον φίλο μου, του ρίχνει μια κλωτσιά, αυτός λέει, piccolo-piccolo, δείχνοντας εμένα και με τάραξε ο Ιταλός στις κλωτσιές».
Κάποιοι από τους Γερμανούς, βαθμοφόροι κυρίως, που έμεναν σε επιταγμένα σπίτια οικογενειών, σε χωριστά δωμάτια -είχαν και ανθρώπινες στιγμές, πράγμα παράδοξο. Ο Μ.Π., 82 ετών, κάτοικος της περιοχής του Μύλου του Παπά, θυμάται: «Είχαμε στο σπίτι μας δύο Γερμανούς αξιωματικούς. Τότε ήμουν πέντε ετών και ο αδελφός μου δύο. Η μάνα μας, έστελνε τον μικρό μέσα στο δωμάτιο των Γερμανών να του δώσουν λίγη σοκολάτα και κοφτό μακαρονάκι. Του δώσανε μια πλάκα σοκολάτα, ενώ έλεγαν, αγκάπη μου, αγκάπη μου».
Ο Α.Π., 82 ετών, κάτοικος της οδού Ροΐδου, το ίδιο πράγμα λέει κι αυτός: «Ήταν κι ένας μουτρωμένος Γερμανός στο σπίτι του ξαδέλφου μου, δίπλα από το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, που έμενε σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού. Μόλις μας είδε, μας έκοψε ένα κομμάτι σοκολάτα και μας έδωσε». Αντίθετα, κάποιοι άλλοι, από τους κατακτητές, φερνόντουσαν απάνθρωπα, όπως μας λέει ο Ν.Μ., 81 ετών, κάτοικος Αμπελοκήπων (Ταμπάκικα). «Έρχονταν οι Ιταλοί σπίτι μας και μας κλωτσούσαν, ενώ εγώ με τ’ αδέλφια μου κοιμόμασταν κάτω στην ψάθα…».
Ο ίδιος κάτοικος της οδού Ροΐδου, λέει για τον βομβαρδισμό των γερμανικών τρένων από τα αγγλικά βομβαρδιστικά: «Ένα πρωί του 1944, ενώ παίζαμε στον δρόμο με τον ξάδελφό μου Χρ.Δ., ακούσαμε έναν βόμβο από ψηλά που δυνάμωνε και έγινε εκκωφαντικός. Κοιτάζοντας πάνω, είδαμε ένα σμήνος αεροπλάνων που πετούσαν πολύ χαμηλά. Ήταν τόσο χαμηλά, που βλέπαμε το σήμα της ΡΑΦ στα φτερά και στα πλάγια. Όπως είδαμε μετά, βομβάρδισαν από το Μηχανοστάσιο μέχρι το Μεζούρλο. Εκεί είχαν σταματήσει τρένα με πυρομαχικά τα οποία χτυπήθηκαν κι ανατινάχθηκαν. Την περιοχή αυτήν, αργότερα, η γειτονιά την ονόμαζε «Καμμένα τρένα». Ο μεγάλος μου ξάδελφος βρήκε στην αυλή ένα κομμάτι σίδερο μεγάλο σαν τούβλο που έφτασε ως εκεί από την ανατίναξη.
Το σπίτι είχε ένα μικρό στάβλο και μια αγελάδα είχε χτυπηθεί στο νύχι από το σίδερο αυτό. Με μια μασιά το έριξε σε μια λεκάνη της βρύσης και το νερό έβραζε…
Μια ατμομηχανή που ήταν το καζάνι της γεμάτο ατμό χτυπήθηκε, κάπου πιάστηκε, μπλοκάρισε η συρίδα του μηχανοδηγού και σφύριζε δαιμονιωδώς ως το πρωί.
Ο Χ.Λ., 89 ετών, λέει για τους βομβαρδισμούς της Λάρισας από τους Ιταλούς: «Στους βομβαρδισμούς από τα ιταλικά αεροπλάνα, μία βόμβα έπεσε στην αυλή του σπιτιού μας, στην οδό Ιωαννίνων και Φουρτούνα, η οποία έκανε να βγει νερό. Εμείς, μικροί τότε, κρυβόμαστε σ’ ένα αυτοσχέδιο καταφύγιο, που σκεπαζόταν από τσίγκια και ξύλα. Εκεί μέσα μείναμε όλη η οικογένεια μέρες».
Ο Ι.Α. 86 ετών, κάτοικος της οδού 25ης Μαρτίου, θυμάται: «Μια μέρα με τον φίλο μου και γείτονα Στ.Ντ., στις περιπλανήσεις μας, βρεθήκαμε μπροστά στο μπακάλικο του Καραμπίλια (γωνία Νικηταρά-23ης Οκτωβρίου), ενώ πίσω μας ακολουθούσε η μάνα μου, γιατί φοβόταν μην πάθω τίποτα. Όταν άρχισαν να πέφτουν βόμβες στην 28ης Οκτωβρίου και στην οδό Κούμα, η μάνα μου για να μας προφυλάξει, έπεσε πάνω μας και μας σκέπασε… Το ωρολογοποιείο του πατέρα μου (στην οδό Κύπρου σήμερα) βομβαρδίστηκε και δεν έμεινε τίποτα, ούτε η σκεπή. Εγώ καθόμουν απ’ έξω και πουλούσα τσιγάρα του Καραλόπουλου και του Ματσάγγου, σε κούτες των 88 τσιγάρων, λέγοντας στους περαστικούς «Πάρτε τσιγαράκια, σας παρακαλώ»…