περιοχή της Καρδίτσας και των Φαρσάλων. Στο σημερινό άρθρο, θα παρουσιαστούν πολύ συνοπτικά οι επιπτώσεις των ακραίων πλημμυρών και τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισή τους.
Οι πλημμύρες δημιουργούνται όταν η ροή είναι μεγαλύτερη από το μέσο όρο της ροής των ποταμών και τα νερά καλύπτουν προσωρινά τη γη που βρίσκεται εκτός των φυσικών ορίων τους. Υπάρχουν διάφοροι τύποι πλημμυρών, όπως μεγάλης κλίμακας πλημμύρες ποταμών, αστραπιαίες πλημμύρες, πλημμύρες από λιώσιμο πάγων ή χιονιού, παράκτιες πλημμύρες λόγω αύξησης της στάθμης της θάλασσας και πλημμύρες λόγω καταιγίδων. Οι πλημμύρες συνήθως περιγράφονται με όρους που αναφέρονται στο ύψος της στάθμης του νερού ή στην περίοδο επαναφοράς (π.χ. πλημμύρα με περίοδο επαναφοράς Τ=100 έτη). Οι πλημμύρες δεν είναι εξ ορισμού και πάντοτε καταστροφικές. Οι μικρές ήπιες πλημμύρες που συμβαίνουν σε τακτικά χρονικά διαστήματα, όχι μόνο δεν έχουν αρνητικές συνέπειες, αλλά μπορεί να επηρεάζουν θετικά τα οικοσυστήματα, ενισχύοντας για παράδειγμα τη γονιμότητα των εδαφών και την επαναφόρτιση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Αντίθετα οι ακραίες πλημμύρες θεωρούνται ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που δημιουργεί η ΚΑ, δεδομένου ότι προκαλούν καταστροφές και απώλειες ανθρώπινων ζωών, ασθένειες, καταστροφές υποδομών, κατολισθήσεις, απώλεια γεωργικής παραγωγής, διαρροή αστικών και κτηνοτροφικών αποβλήτων καθώς και ρύπανση με τοξικές ουσίες ιδίως στα υδατικά οικοσυστήματα. Αποτιμώντας οικονομικά τις επιπτώσεις των ακραίων πλημμυρών, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο υπολόγισε ότι στο διάστημα 1980 έως 2017 οι ζημίες στις χώρες της ΕΕ ανήλθαν σε 166 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 1/3 περίπου των συνολικών ζημιών που σχετίζονται με την ΚΑ.
Για την αντιμετώπιση των συνεπειών των πλημμυρών, η ΕΕ εξέδωσε την οδηγία 2007/60/ΕΚ, η οποία συμπληρώνει την οδηγία 2000/60/ΕΚ για τα νερά. Η οδηγία αυτή υποχρέωσε τα κράτη-μέλη να συντάξουν και εφαρμόζουν Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνου Πλημυρών (ΣΔΚΠ) και να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για τη μείωση των συνεπειών των πλημμυρών σε επίπεδο λεκάνης απορροής, που αφορούν στην προστασία των δασών και τη βελτίωση των βοσκοτόπων, τη ρύθμιση της κοίτης των ποταμών, την προστασία των κατοικημένων περιοχών και την περιορισμένη χρήση γης σε περιοχές που εκτίθενται σε κίνδυνο πλημμύρας.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επίδραση των πλημμυρών στα εδάφη επηρεάζοντας τόσο τα αβιοτικά όσο και τα βιοτικά τους χαρακτηριστικά. Εκτός από τη διάβρωση των εδαφών στις επικλινείς θέσεις, η κατάκλιση των εδαφών επί μακρόν με νερά πλημμυρών επηρεάζει έντονα τις βιοχημικές ιδιότητές τους, καταστρέφουν σε μεγάλο βαθμό τη βιοποικιλότητά τους, προκαλούν ρύπανση με οργανικούς και ανόργανους ρύπους (πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, βαρέα μέταλλα, αρσενικό, μόλυβδο, νικέλιο, χρώμιο, ψευδάργυρο, χαλκό κ.ά.) υποβαθμίζοντας έντονα την ποιότητα και την παραγωγικότητά τους. Σημειώνεται ότι η αποκατάσταση της ποιότητας τέτοιων εδαφών είναι δύσκολη, χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία. Οι πλημμύρες στη Θεσσαλία του περασμένου φθινοπώρου, ήταν μια έντονη προειδοποίηση των κινδύνων των ακραίων πλημμυρών, ότι πρέπει να λαμβάνονται όλα τα μέτρα που προβλέπονται στα ΣΔΚΠ προκειμένου να αντιμετωπίζονται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οι επιπτώσεις από τις ακραίες πλημμύρες.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, πρ. τακτικός ερευνητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ.