μάζεψε μια χούφτα Έλληνες για να τους πει πως ήρθε η στιγμή που τόσο καρτερούσαν, η στιγμή του ξεσηκωμού. Γεμάτη σημασία και βαριά η σύμπτωση αυτή. Σημάδι θεϊκό. Δύο Ευαγγελισμοί σε μια μέρα. Είχαν περάσει κιόλας 400 και πλέον χρόνια από την τραγική εκείνη Τρίτη 29 Μαΐου 1453 και κόντευαν να φτάσουν τα 500 περίπου χρόνια σκλαβιάς. Χρόνια βόγκου και θανάτου, χρόνια μαρτυρίων και δακρύων, ταπεινώσεων και εξευτελισμών.
Η ελληνική αυτοκρατορία να έπεσε, μα η ελληνική ψυχή έμεινε αδούλωτη. Ήταν τόση η πεποίθηση για την Παλιγγενεσία του Έθνους και τόση η αυτοπεποίθηση, ώστε ακόμη και όταν «Η Δέσποινα ταράχτηκε, κ’ εδάκρυσαν οι εικόνες» οι υπόδουλοι Έλληνες την παρηγορούσαν λέγοντας: «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζης, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θά ‘ναι». Στο γλυκοχάραμα της 25ης Μαρτίου 1821 τρεμάμενη ακούστηκε του Γέροντα Πατριάρχη η φωνή: «Ποιος θέλει τη σημαία μου; Ποιο χέρι την αξίζει;» και τότε... το χέρι απλώνει ο Μωριάς, η Ρούμελη την πιάνει, το Σούλι την αναζητεί, την εγηρεύει η Μάνη, Ύδρα και Σπέτσες και Ψαρά απάνω της απλώνουν, σπαθιά, μιλιόνια μονομιάς και ράσα την κυκλώνουν. Ζήτω η Επανάσταση, τ’ αξέχαστο ‘21. Ελλάδα οι λεβέντες σου μεγαλουργούν για σένα. Κολοκοτρώνης, Μπότσαρης, Μιαούλης και Κανάρης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Διάκος και Παπαφλέσσας, με ψυχή ολάκερη δοσμένη στον αγώνα, από την πρώτη μπαταριά, τα πρώτα τους τα βόλια, βλέπουν τη γαλανόλευκη ψηλά σε Παρθενώνα, να κυματίζει αγέρωχη μετά από τόσα χρόνια, και κάτω από τον ίσκιο της καινούργια ολοκαυτώματα, χρυσές λαμπρές σελίδες να γράφονται για την τρανή αθάνατη Ελλάδα. Μένει ο κόσμος έκθαμβος. Η Ευρώπη ανασαλεύει. Να το πιστέψουν δεν μπορούν. Μα πώς να αμφιβάλουν, όταν γροικούνε το στιβαρό του Ολύμπιου Γιωργάκη χέρι να φέρνει αντάμα στην μπαρούτι τον δαυλό και του στεριανού νυαμάχου Νίκου-Τσάρα το μυθικό κατόρθωμα του Πράβη και ολούθε ν’ αντηχεί του Ρήγα η φωνή «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Για να ξεχάσει ποιος μπορεί του Έλληνα τη χάρη; Ποια άλλη χώρα γέννησε πυρπολητή Κανάρη; Στην Αλαμάνα ξαναζεί των Θερμοπυλών το έπος. Οι Σουλιώτισσες βαδίζουν στον θάνατο χορεύοντας. Του Μεσολογγίου οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι περνούν στην αθανασία ως σύμβολο ομαδικού ηρωισμού που καταπλήσσει τον κόσμο. Η Ελλάδα μας ποτέ δεν πεθαίνει. Δε χάνεται στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνει. Εννέα ολάκερα χρόνια γιομάτα από αίμα και δάκρυα, ηρωισμούς και νίκες, γιομάτα από καταστροφές και ολοκαυτώματα, δόξα και μεγαλείο. Και στον γαλάζιο ουρανό ελεύθερη κυματίζει η γαλανόλευκή μας, που τη θωριά της τρέμουνε ολούθε οι εχθροί μας. Κανένας λαός, καμιά φυλή δε στάθηκε ενάντια στον χρόνο και τον χώρο με τόση πίστη και τόση δίψα για λευτεριά, για αξιοπρέπεια, για δικαιοσύνη. Κανένας λαός δεν αξιώθηκε ποτέ να φτάσει στα ψηλαλώνια της αρετής από τόσο πολλούς και τίμιους δρόμους, με τόσο πολλούς και τίμιους αγώνες. Ένας πηλός ζωικός είμαστε, ζυμωμένος μ’ αστέρια και όνειρα. Οι κινητήριοι ιμάντες της πλάσης είμαστε. Το έθνος των Ελλήνων -σκόρπιο σ’ όλη την πλάση και σ’ όλη την οικουμένη- με ολότρανη φωνή χαιρετίζει τη μέρα τη σημερινή και στρέφει τη σκέψη του στην ιερή μνήμη των ηρώων της επανάστασης, οι οποίοι με το αίμα τους και τους αγώνες τους, κληροδότησαν σε μας το υπέρτατο αγαθό της Ελευθερίας και Εθνικής Ανεξαρτησίας. Κι εσύ, Θεέ μου, που μέσα στις παλάμες σου μας έχεις και τη ζήση μας διαφεντεύεις, κάνε τη μέρα τη σημερινή, τα λόγια τούτα να καρπίσουν όνειρα κι ελπίδες και νόημα να δώσουν στις ψυχές των βλασταριών της νιότης, που απόκρυφή μας είναι ελπίδα. ΖΗΤΩ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ 1821.
Από την Ευαγγελία Ράπτου - Στεργιούλα, δρα. Επιστημών της Αγωγής, μεταδιδακτορική ερευνήτρια