Έτσι ασυναίσθητα και σε ανύποπτο χρόνο αναπτύχθηκε η ιδέα που θα πάρει ποιο συγκεκριμένη μορφή και θα ονομαστεί φιλελληνισμός. Το φιλελληνικό κύμα εκδηλώθηκε με τη μεγαλύτερή του ένταση στη Γερμανία, όπου ο φιλελληνισμός είχε βαθιές ρίζες. Ήδη το έτος 1669 στην παλιά γερμανική πόλη Άλτντορφ κοντά στη Νυρεμβέργη, όπου για τέσσερις συνεχείς αιώνες (15ος-19ος αι.) το πανεπιστήμιό της διέθετε έδρα αρχαίων ελληνικών, σε εκδήλωση που έγινε για να τιμήσουν τους πεσόντες πατριώτες τους στην άλωση του Ηρακλείου από τους Τούρκους, γίνεται δημόσια απαγγελία εν είδει διακήρυξης από έναν φοιτητή. Το ποίημα αποτελούνταν από 400 στοίχους και είχε τίτλο «Η Ελλάς κλαίουσα ικετεύει τη βοήθεια της Ευρώπης, ιδιαίτερα των Γερμανών». Φυσικά το ποίημα αυτό δεν είχε τότε καμία πρακτική απήχηση. Ήταν απλώς ένα μήνυμα.
Ο Μελάχθων (Schwartzerdt) ο Renchlin, ο Κρούσιος και άλλοι Γερμανοί διανοούμενοι υπήρξαν πρωτοπόροι στην καλλιέργεια του φιλελληνικού πνεύματος στον γερμανόφωνο χώρο. Ακολούθησε ο Winckelmann με το σημαντικό του έργο «Geschichteder Kunstdes Altertums». Αλλά και οι Σίλλερ (Schiller) και Γκαίτε (Goethe) υπέστησαν την επίδραση της Ελλάδος. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση ο φιλελληνικός ενθουσιασμός υπήρξε γενικός. Παρά τη λογοκρισία και την επίσημη πολιτική / κρατική αρνητική στάση των ευρωπαϊκών κρατών πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων υποστήριξαν την Ελληνική υπόθεση ήδη από το πρώτο έτος. Στη Γερμανία η Ελληνική Επανάσταση ερμηνεύτηκε από την αρχή σαν μια ιδιαίτερη περίπτωση, διαφορετική από τις άλλες, που δεν σκόπευε στην ανατροπή κάποιας νόμιμης εξουσίας ούτε είχε σχέση με συνωμοσίες όπως ο Καρμποναρισμός. Θεωρούσαν ότι τα αιτήματα των Ελλήνων ήταν δίκαια και ότι άξιζαν μια θέση στην πολιτισμένη χριστιανική Ευρώπη. Θέση την οποία με σθένος υποστήριζε στα αλλεπάλληλα άρθρα του ο W. Tr. Krug καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Λειψίας. Εχοντας την ίδια θεώρηση, ο ελληνιστής καθηγητής του Μονάχου Fr. W. Thiersch αγωνίστηκε θερμά για τους Έλληνες και ο ποιητής Wilhelm Müller με τα ελληνικά τραγούδια (Liederder Griechen) κατόρθωσε να δώσει την εικόνα των αγωνιζομένων Ελλήνων. Ήδη το 1812-13 δέκα χρόνια πριν την Ελληνική Επανάσταση, ο Τιρς (Fr. W. Thiersch) έγραφε σε άρθρα του ότι η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και πρέπει να επιστρέψει σ’ αυτήν. Διακαής πόθος του ήταν να βοηθήσει συγκεκριμένα προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί έβλεπε μεν ως καθήκον των Ελλήνων την απελευθέρωση της Ελλάδας, «αλλά με τη συνδρομή, την αλληλεγγύη των Γερμανών εθελοντών». Ο φιλέλληνας αυτός καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Φρίντριχ Τιρς ήταν ο εμπνευστής της Γερμανικής Λεγεώνας που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 1821 σε συνεννόηση με τον Θεσσαλό Θεοχάρη Κεφαλά. Το σχέδιο του Τήρς επικυρώθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1821 από τον Άρειο Πάγο και σύμφωνα με αυτό η Λεγεώνα θα δημιουργούνταν στη Γερμανία και θα είχε δικούς της αξιωματικούς, θα υπαγόταν όμως στο «των Πανελλήνων αρχιστράτηγον» και θα πολεμούσε μαζί με τις ελληνικές δυνάμεις. Βάση της θα ήταν ο Βόλος. Παράλληλα εκτός από τη στρατιωτική ενίσχυση των Ελλήνων, σκοπός της Λεγεώνας θα ήταν η εκπαίδευση των επαναστατών στον τακτικό πόλεμο. Λίγο αργότερα στην πόλη Darmstadt, ο Θεόδωρος Νέγρης ζήτησε και πέτυχε τη συγκρότηση και αποστολή εθελοντικού σώματος στην Ελλάδα. Ιδιαίτερο ρόλο είχε παίξει στη συγκρότηση της εκεί φιλελληνικής στρατιωτικής ομάδας ο Koster πρώην αξιωματικός του Πρωσικού στρατού που είχε έλθει στις αρχές του 1821 στην Ελλάδα, πολέμησε μα έφυγε απογοητευμένος από την υπάρχουσα χαοτική κατάσταση, μα ήθελε να ξαναγυρίσει.
Από το σύνολο των φιλελλήνων που ήρθαν και αγωνίστηκαν στην Ελλάδα οι περισσότεροι σε σύνολο 940 ήταν Γερμανοί (342), οι οποίοι είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες στον Αγώνα ( από 313 νεκρούς οι 142 ήταν Γερμανοί). Σημαντικό τμήμα των φιλελληνικών δράσεων και εκδηλώσεων περιλαμβάνεται και η ήταν δημιουργία φιλελληνικών κομιτάτων με πρωτοβουλία καθηγητών όπως του θεολόγου Fr. Nagel, του Νεάντερ (J. Neander), του Νίμπουρ (Barthold Georg Niebuhr) και άλλων. Οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν είναι πολλές: έκδοση φυλλαδίων που προτρέπουν στην ίδρυση φιλελληνικών σωματείων, στην παροχή ποικίλης αρωγής, έρανοι σε χρήμα και είδη, στρατολογούνται νέοι εθελοντές, ενώ κάποιοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι των Ελλήνων σπουδαστών οι οποίοι συγκροτούν στρατιωτικά σώματα με σκοπό να πάνε στην Ελλάδα, εκφράζουν την επιθυμία να τους συνοδεύσουν στον προορισμό τους. Σημαντικά κέντρα φιλελληνικής δράσης στη Γερμανία υπήρξαν οι πόλεις του Αμβούργου και της Βρέμης, το Ντάρμσταντ και η Στουτγκάρδη. Το πόσο διαδεδομένος ήταν ο γερμανικός φιλελληνισμός φαίνεται και από την απήχησή του στους Ιουδαίους της Γερμανίας. Χαρακτηριστικό του ιουδαϊκού γερμανικού φιλελληνισμού είναι η περίπτωση του ραβίνου Ελβινγκ στη Βεστφαλία (Westfalen). Ζήτησε τη βοήθεια των Ιουδαίων της Γερμανίας υπέρ των Ελλήνων με μία συγκινητική προκήρυξη που άρχισε με τη ρήση του προφήτη Μαλαχία: « Δεν είναι ένας πατέρας όλων μας; Δεν μας δημιούργησε όλους ένας Θεός; Γιατί λοιπόν εγκαταλείπετε ο καθένας τον αδερφό του, βεβηλώνοντας έτσι τη διαθήκη των πατέρων μας;» Στη συνέχεια ο ραβίνος έκανε έκκληση για συνδρομές υπέρ των Ελλήνων « Ποιος Ισραηλίτης αντέχει να διαβάσει τα παθήματα των Ελλήνων και να μη χύσει δάκρυα πικρά;» Σκοπός του ραβίνου ήταν η κινητοποίηση των μελών της κοινότητας και δεν υπήρχε ισχυρότερο μέσο, από την επίκληση του θρησκευτικού συναισθήματος μέσω του προφητικού λόγου. Οι θερμές φιλελληνικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 αποτέλεσαν σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές της Ευρώπης και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αναζωπύρωση των φιλελληνικών αισθημάτων στον ελληνικό αλυτρωτισμό του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Το φιλελληνικό κίνημα στον γερμανικό χώρο, δεν λειτούργησε όμως μόνο προς τη μία κατεύθυνση. Η Ελληνική Επανάσταση και τα χρόνια που ακολούθησαν, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τον δημόσιο διάλογο και την αισθητική επηρέασε με τη σειρά της την τέχνη και τον πολιτισμό στη Γερμανία, κάτι που αποτυπώθηκε σε έργα ζωγραφικής, σε μουσικές συνθέσεις, στη λογοτεχνία (γερμανικός ρομαντισμός) ή στην εικόνα των πόλεων. Ο βασιλέας Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας είχε το όραμα να δημιουργήσει στην πατρίδα του, το Μόναχο, μια «Αθήνα επί του Isar (του ποταμού Ίζαρ)».
Αναγνωρίζοντας τη σημασία του φιλελληνικού κινήματος και την τεράστια συνεισφορά του στην επιτυχία του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα γράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το 1826 σε επιστολή του που δημοσιεύθηκε στο διεθνή Τύπο. «Η Ελλάδα είναι ευγνώμων για τη φιλανθρωπία των Χριστιανών αδελφών μας, που μοιράζονται τον αγώνα μας και υποστηρίζουν με τα χρήματά τους τον αγώνα για την ανεξαρτησία. Οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να ζήσουν ή να πεθάνουν ελεύθεροι, και δεν φοβούνται να χύσουν το αίμα τους ή τον θάνατο των παιδιών και των γυναικών τους. Είναι έτοιμοι να δεχτούν τον θάνατο αντί τη σκλαβιά και τώρα, πιο πολύ από ποτέ, είναι ενωμένοι εναντίον των Τούρκων. Μη σταματήσετε να συνεισφέρετε. Βοηθάτε την ανθρωπότητα και κάνετε το θέλημα του Θεού».
Από τον Γ. Παπαρρίζο,
επ. πρόξενο της Ο.Δ. Γερμανίας στη Θεσσαλία