αναβολής στράτευσης για λόγους σπουδών. Επειδή, λοιπόν, το τελευταίο διάστημα έγινε μια μικρή αύξησή της και γίνεται λόγος για θητεία στα δεκαοκτώ και για ορισμένες άλλες αλλαγές, που στοχεύουν στη συνεισφορά τους στη μετέπειτα σταδιοδρομία των στρατευμένων ως πολίτες της χώρας, θα καταθέσω κάποιες απ’ τις εμπειρίες μου, προκειμένου να συμβάλω, κατά τι, στην προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών λειτουργίας του στρατεύματος.
Είναι γεγονός, ότι η χώρα στις μέρες μας δε χρειάζεται τόσο στρατό, όσο χρειάζονταν, κάποτε, μια που η τεχνολογία περιόρισε, δραστικά, τις ανάγκες για ανθρώπινο δυναμικό, ενώ η ένταξή μας στη Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε νέες συνθήκες αντιμετώπισης κινδύνων. Ωστόσο, οι αυξομειώσεις της στρατιωτικής θητείας δεν πρόκειται να σταματήσουν, πολύ δε περισσότερο δεν πρόκειται, ποτέ, να εκλείψει η ίδια, όσο κάποιοι γείτονές μας θα συνεχίσουν να επιβουλεύονται την κυριαρχία και την ακεραιότητα της πατρίδας μας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει η Πολιτεία να κάνει, ό,τι περνά απ’ το χέρι της, προκειμένου ο χρόνος, που διαθέτουν τα Ελληνόπουλα σε μία απ’ τις καλύτερες φάσεις της ζωής τους, να μην δαπανάται ανεκμετάλλευτος.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν ο χρόνος κυλά ήσυχα και χωρίς προβλήματα, ενώ, παράλληλα, ο στρατιώτης δεν έχει κάποια ενδιαφέρουσα απασχόληση, τότε, η στρατιωτική θητεία καταντά, συνήθως, βασανιστική ρουτίνα. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ο πιο γεμάτος χρόνος στον στρατό είναι στο κέντρο νεοσυλλέκτων, αφ’ ενός, και στα κέντρα παραγωγής στελεχών, αφ’ ετέρου, όπου οι κατατασσόμενοι αντιμετωπίζονται ως μαθητές, που πρέπει να μάθουν, να πειθαρχούν και να υπακούουν οι κατώτεροι σε κάθε ανώτερο, ν’ αντιμετωπίζουν την ομαδική ζωή συντονισμένα και με πρόγραμμα, αλλά, κυρίως, να εκτελούν, πλήρως, τα καθήκοντά τους ως στρατιώτες και στελέχη. Όλος ο υπόλοιπος χρόνος είναι, σχετικά, άδειος και μονότονος και η ανία παραμονεύει, όταν και το πόστο του δε βοηθά. Ο στρατός, δηλαδή, αποτελεί, κατά βάση, ένα μεγάλο σχολείο και σαν τέτοιο πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται απ’ την Πολιτεία.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνούμε, ότι, πολύ περισσότερο παλιότερα, αλλά και στις μέρες μας, που η τεχνική εκπαίδευση χωλαίνει σημαντικά στη χώρα μας, πολλοί στρατιώτες μετά την απόλυσή τους είναι σε θέση να εργασθούν ως επαγγελματίες σε διάφορες θέσεις λόγω εξειδίκευσης στην κοινωνία του στρατού. Γι’ αυτό και θα πρέπει η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία να θέσουν ως προτεραιότητα την εξειδίκευση αυτή σε πιο συστηματική βάση λαμβάνοντας, όμως, πιο σοβαρά υπόψη τους και τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα προσόντα των νεοσυλλέκτων, προκειμένου να κατατάσσονται, ει δυνατόν, ο καθένας στην ειδικότητα, που του ταιριάζει. Κινείται, γι’ αυτό, προς τη σωστή κατεύθυνση η δήλωση του Πρωθυπουργού, ότι η αύξηση της θητείας θα συνοδευτεί, προσεχώς, και με μέτρα, που θα ενισχύουν αυτή την προσπάθεια.
Και επειδή η στρατιωτική θητεία και αγωγή ήταν, κάποτε, συνυφασμένη με το καψόνι, ενώ ίσχυε η βασική αρχή, που έλεγε, ότι ο στρατός αρχίζει από εκεί, που σταματά η λογική, θα περιγράψω κάποια καψόνια, προκειμένου να ελαφρύνω, λιγάκι, την ατμόσφαιρα και με την ελπίδα, ότι θα εκλείψουν, παντελώς, αν δεν έχουν ήδη εκλείψει. Στη Σ.Ε.Α.Π., λοιπόν, του 1974, στην οποία και φοίτησα, οι Υ.Ε.Α. (Υποψήφιοι Έφεδροι Αξιωματικοί) χωρίζονταν σε Αλφάδες και Βητάδες, δηλαδή σε νέους και παλιούς, ενώ υπήρχε ένας άγραφος κανόνας, που έλεγε, ότι για τους πρώτους στο προαύλιο της σχολής απαγορεύεται το βάδην και επιτρέπεται μόνο το τροχάδην. Παράλληλα, ήταν υποχρεωμένοι οι Αλφάδες, όταν έπαιρναν την εντολή από κάποιον παλιό, να επαναλαμβάνουν, συνεχώς και με ρυθμό, το "δε μιλάμε, δε γελάμε, τρέχουμε και χαιρετάμε", στρατιωτικά εννοείται, τους παλιούς και τους αξιωματικούς ή, καθώς τρέχανε με τα χέρια απλωμένα στην έκταση, να τα κουνάνε, πάνω κάτω, επαναλαμβάνοντας, συνεχώς, το "έχει γούστο να πετάξω". Γνώριζαν, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί, αλλά το γέλιο ήταν αναπόφευκτο, οπότε το καψόνι συνεχίζονταν μετά μανίας με ατελείωτες κάμψεις ή με το περίφημο εκείνο, "εν δυο, κάτω" μέχρι την εξουθένωση και την υποταγή του πάσχοντος.
Εύχομαι και ελπίζω, λοιπόν, η στρατιωτική θητεία να μπει σε άλλες βάσεις για το καλό και της Πατρίδας και των στρατευμένων, ενώ για τη θητεία στα δεκαοκτώ, επιφυλάσσομαι να τοποθετηθώ, μια άλλη φορά.
Από τον Κώστα Γιαννούλα